Μια συνηθισμένη, μη συνταγογραφούμενη μορφή της βιταμίνης B3 φαίνεται να μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος κατά περίπου 14%, ενώ σε άτομα με προηγούμενη διάγνωση της νόσου, η μείωση μπορεί να φτάσει έως και 54%. Η πιο πρόσφατη μελέτη, που περιλάμβανε περισσότερους από 33.000 ασθενείς, υποστηρίζει τα ευρήματα προηγούμενης δοκιμής που πραγματοποιήθηκε στην Αυστραλία το 2015.
Ερευνητές από το Vanderbilt University Medical Center πραγματοποίησαν μια μεγάλη ανάλυση πραγματικού κόσμου με βάση τα ιατρικά αρχεία 33.822 Αμερικανών βετεράνων, συγκρίνοντας εκείνους που λάμβαναν νιασιναμίδη- μια μορφή της βιταμίνης Β3 (συνήθως 500 mg δύο φορές ημερησίως για πάνω από 30 ημέρες) με αντίστοιχους ασθενείς που δεν τη λάμβαναν.
Συνολικά, η νιασιναμίδη – γνωστή και ως νικοτιναμίδη, μία μορφή βιταμίνης B3 που βρίσκεται σε τρόφιμα και συμπληρώματα και υποστηρίζει την ενεργειακή λειτουργία των κυττάρων, την επιδιόρθωση του DNA και την υγιή κατάσταση του δέρματος – σχετίστηκε με μείωση 14% του κινδύνου ανάπτυξης καρκίνου του δέρματος. Όταν οι συμμετέχοντες ξεκίνησαν τη θεραπεία με νικοτιναμίδη μετά από προηγούμενη θετική διάγνωση καρκίνου του δέρματος, ο κίνδυνος μειώθηκε κατά 54%. Το αποτέλεσμα παρατηρήθηκε τόσο σε βασικοκυτταρικό καρκίνωμα όσο και σε πλακώδες καρκίνωμα του δέρματος, με τη μεγαλύτερη μείωση να εμφανίζεται στο πλακώδες καρκίνωμα.
«Δεν υπάρχουν επίσημες κατευθυντήριες οδηγίες για το πότε θα πρέπει να ξεκινήσει η χρήση νικοτιναμίδης για την πρόληψη του καρκίνου του δέρματος στον γενικό πληθυσμό», δήλωσε ο Λι Γουέλες, αναπληρωτής καθηγητής Δερματολογίας και Ιατρικής στο Vanderbilt University Medical Center.
«Τα αποτελέσματα αυτά θα μπορούσαν να αλλάξουν την πρακτική μας, μετατοπίζοντας τη θεραπεία από το σημείο όπου οι ασθενείς έχουν ήδη αναπτύξει πολλαπλούς καρκίνους του δέρματος, σε μια πιο πρόωρη εφαρμογή. Ωστόσο, πρέπει να γίνουμε πιο αποτελεσματικοί στον εντοπισμό των ατόμων που θα επωφεληθούν πραγματικά, καθώς μόνο περίπου οι μισοί ασθενείς αναπτύσσουν πολλαπλούς καρκίνους του δέρματος», τόνισε.
Το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα, που συνήθως επηρεάζει περιοχές του δέρματος με μακροχρόνια έκθεση στον ήλιο, αναπτύσσεται αργά και μπορεί να παραμείνει αδιάγνωστο για κάποιο διάστημα. Το πλακώδες καρκίνωμα είναι καρκινικές αλλοιώσεις σε πιο επιφανειακό στρώμα του δέρματος. Μαζί με το μελάνωμα, αποτελούν τους τρεις κακοήθεις καρκίνους του δέρματος.
Η νιασιναμίδη έχει δείξει ότι βοηθά τα κύτταρα του δέρματος να επιδιορθώνουν τη βλάβη του DNA που προκαλείται από την υπεριώδη ακτινοβολία και μειώνει ορισμένες από τις ανοσοκατασταλτικές επιδράσεις του ήλιου. Παρότι η μελέτη είναι παρατηρητική και δεν αποδεικνύει αιτιώδη σχέση, πρόκειται για τη μεγαλύτερη έως σήμερα ανάλυση δεδομένων σχετικά με την καθημερινή χρήση της νιασιναμίδης εκτός ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών. Το δείγμα των βετεράνων ήταν κατά μέσο όρο ηλικίας 77 ετών και κυρίως λευκοί άνδρες, επομένως οι ερευνητές προειδοποιούν ότι χρειάζονται μελέτες σε πιο ποικιλόμορφο πληθυσμό για να εξακριβωθεί αν τα αποτελέσματα μπορούν να επαναληφθούν ευρύτερα.
Ωστόσο, τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τα αποτελέσματα της πρωτοποριακής φάσης-3 της κλινικής δοκιμής ONTRAC του 2015, η οποία έδειξε ότι 500 mg νιασιναμίδης δύο φορές ημερησίως μείωσαν την εμφάνιση νέων μη-μελανωματικών καρκίνων του δέρματος κατά περίπου 23% μέσα σε 12 μήνες σε 386 ενήλικες υψηλού κινδύνου που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του δέρματος. Η προστατευτική δράση μειωνόταν όταν οι συμμετέχοντες διέκοπταν τη θεραπεία.
«Η νικοτιναμίδη, ένα απλό παράγωγο της βιταμίνης B3, φαίνεται πολλά υποσχόμενη ως πρακτικό εργαλείο πρόληψης του καρκίνου του δέρματος», δήλωσε ο Δρ. Γιουσούφ Μοχάμεντ, ανώτερος ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Queensland. «Τα ευρήματα δείχνουν ότι ο χρόνος έναρξης της θεραπείας έχει σημασία. Η έγκαιρη χορήγηση μπορεί να είναι το κλειδί για ισχυρότερη προστασία. Για τους κλινικούς γιατρούς, η νικοτιναμίδη είναι ελκυστική λόγω της προσβασιμότητας, της ασφάλειας και της ανεκτικότητά της. Σε αντίθεση με τα συστηματικά ρετινοειδή ή τις επεμβατικές θεραπείες, η νικοτιναμίδη είναι φθηνή, διαθέσιμη χωρίς συνταγή και χωρίς σημαντικές παρενέργειες» κατέληξε.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό JAMA Dermatology.
ΠΗΓΗ: New Atlas