Λένε ότι οι καλύτερες ιστορίες για τη μαφία δεν μπορούν να ειπωθούν και ίσως αυτό να είναι αλήθεια, όμως κάποιες από αυτές εξακολουθούν να εξιτάρουν.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ο διαβόητος Τζον Γκότι, που μετέπειτα έγινε ο «αρχηγός των αρχηγών» στην αμερικάνικη μαφία, και ο Σπύρος Βελέντζας κάνουν συχνά παρέα και είναι φίλοι.
Παρόλο που ο Γκότι δουλεύει για την οικογένεια Γκαμπίνο και ο Ελληνας νονός για την οικογένεια Λουκέζε, οι σχέσεις τους είναι αρμονικές και σε μια από τις συναντήσεις τους ο πρώτος φέρεται να είπε στον δεύτερο: «Δεν λέω ποτέ ψέματα γιατί δεν φοβάμαι κανέναν. Λες ψέματα μόνο όταν φοβάσαι». Ο «Σακαφλιάς» τον άκουσε και πιθανόν να χαμογέλασε, πρωτίστως γιατί και ο ίδιος δεν φοβόταν κανέναν την εποχή της παντοδυναμίας του, τότε που διοικούσε την ελληνική μαφία της Νέας Υόρκης με συγκεκριμένες περιοχές δράσης.

Και ήταν αυτή η δράση του Βελέντζα με τοκογλυφίες, εκβιασμούς και παράνομο τζόγο συν έναν φόνο τον οποίο ποτέ δεν παραδέχθηκε που τον έστειλε από το 1990 στη φυλακή, απ’ όπου δεν βγήκε ποτέ, αφού αρνήθηκε να συνεργαστεί με το FBI και την Αστυνομία δίνοντας ονόματα και διευθύνσεις, προκειμένου να μειώσει την ποινή του. «Εσβησε» στα 90 του χρόνια κρατώντας την ομερτά και εν αντιθέσει με τις εποχές της παντοδυναμίας του, όταν η φωτογραφία του φιγουράριζε στις σελίδες των εφημερίδων, ο θάνατός του πέρασε στα ψιλά σε ένα blog για τη μαφία. Δεν αναφέρεται η αιτία, αλλά όταν είσαι 90 ετών και έχεις περάσει 35 χρόνια από τη ζωή σου μέσα σε μια σκληρή φυλακή, η υγεία σου δεν είναι και στα καλύτερά της.
Οι νύχτες στο Αλενγουντ
Το σωφρονιστικό ίδρυμα του Αλενγουντ, κοντά στο Λιούισμπεργκ της Πενσυλβάνια, είναι μια φυλακή υψίστης ασφαλείας για σκληρούς και βίαιους κατάδικους. Ο Σπύρος Βελέντζας ανήκε σίγουρα σε αυτή την κατηγορία, όντας ο πιο ισχυρός Ελληνας μαφιόζος στη Νέα Υόρκη, ο οποίος έδρασε από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι τις αρχές των 90s.
H χάρη του, έστω και χωρίς ονομαστική αναφορά, έφτασε μέχρι τη μεγάλη οθόνη, αφού σε μια χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας «Gotti», που σκιαγραφεί τη ζωή του τελευταίου μεγάλου «νονού» της μαφίας, ο Τζον Γκότι -τον οποίο ερμηνεύει ο Τζον Τραβόλτα- σχετικά νέος βολτάρει στο Κουίνς μαζί με δύο «συνεργάτες» του.

Στο ερώτημα του ενός τι θα πράξουν με ορισμένους επίδοξους νεαρούς συμμορίτες που πάνε καθημερινά στην Αστόρια και ζητάνε λεφτά για προστασία από μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις, η απάντηση έρχεται άμεσα: «Να μην κάνετε τίποτε. Θα ασχοληθούν οι Ελληνες μαζί τους», επισήμανε με νόημα, επειδή γνώριζε ότι οι «Ελληνες», ειδικά ένας που ήξερε πολύ καλά, δεν αστειεύονται. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Σπύρο Βελέντζα, φίλο του Γκότι από την εποχή όπου ήταν έφηβοι και μεγάλωναν τριγυρίζοντας στο Κουίνς και στην Αστόρια, μέχρι να βρουν τον δρόμο τους, ο οποίος τους οδήγησε στη μαφία.
Εντρυφώντας κάποιος στη ζωή του διαβόητου «Σακαφλιά», θα πρέπει να ανατρέξει σε αρχεία αμερικάνικων ταμπλόιντ όπως η «Daily News», για να μάθει από τα ρεπορτάζ της εποχής τον βίο και την πολιτεία του. Και τα δύο θυμίζουν γκανγκστερικά saga του Μάρτιν Σκορσέζε σαν «Τα καλά παιδιά», με μαφιόζους που μεγαλώνουν μαζί, που στήνουν δουλειές, που τιμούν τη φιλία και ζούνε ενίοτε στα όρια.

Πάνω απ’ όλα όμως τιμούν την ομερτά -στα «Καλά παιδιά» αυτό δεν ίσχυσε στο τέλος- προτιμώντας όταν τους συλλάβουν να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό, αρνούμενοι να συνεργαστούν με το FBI και την Αστυνομία. Ο Σπύρος Βελέντζας ήταν απόλυτος όταν οι ομοσπονδιακοί πράκτορες τον προσέγγισαν και του πρότειναν να ανοίξει το στόμα του προκειμένου να πετύχει μείωση της ποινής του.
Δεν «έδωσε» κανέναν
Για την ακρίβεια του ζήτησαν να αποκαλύψει πολλά μυστικά για την οικογένεια Λουκέζε που τους ενδιέφερε πολύ, της οποίας ήταν πιστός στρατιώτης. Ο «Σακαφλιάς» κράτησε το στόμα του ερμητικά κλειστό και δεν αποκάλυψε τίποτε από τις επί δεκαετίες συναλλαγές του με τους Λουκέζε, ενώ αρνήθηκε να «δώσει» μαφιόζους ή να μιλήσει για ληστείες και όλα τα συναφή που διέπουν τον βίο ενός νονού της μαφίας. Το μόνο έγκλημα για το οποίο δεν περίμενε να κατηγορηθεί ήταν αυτό του φόνου, όμως όταν το 1992 ξεκίνησε η δίκη του με τις κατηγορίες της τοκογλυφίας, του παράνομου τζόγου και των εκβιασμών ο εισαγγελέας τον περίμενε στη γωνία.
Ηταν αυτός που πρότεινε στον πρόεδρο του δικαστηρίου να προσθέσει στα 8 χρόνια φυλάκισης του Βελέντζα και την ποινή για τη δολοφονία του μαφιόζου Σάμι Νάλο. Ο Ελληνας νονός αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι τον σκότωσε και αιτήθηκε να δικαστεί ξεχωριστά για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όντας βέβαιος ότι δεν θα καταδικαστεί. Μόνο που αυτή τη φορά πόνταρε σε λάθος άλογο -ήταν φανατικός παίχτης στον ιππόδρομο- και το τίμημα που τελικά πλήρωσε αποδείχθηκε πολύ ακριβό.
Καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και μέτρησε 35 παραμονές Πρωτοχρονιάς στη φυλακή, μέχρι να πεθάνει χωρίς να αντικρίσει ένα πρωινό σαν ελεύθερος άνθρωπος. Τις πρώτες από αυτές κρατήθηκε στο υψίστης ασφαλείας σωφρονιστικό ίδρυμα του Τερ Χάουτ στην Ιντιάνα, ενώ μετά μεταφέρθηκε στις φυλακές Αλενγουντ, όπου οι συνθήκες κράτησης είναι εξίσου αυστηρές. Η ζωή που ήξερε είχε τελειώσει.
Οι δύο μαφιόζοι φίλοι
Η φράση «τα χρήματα είναι πάντα ευπρόσδεκτα, ακόμη κι όταν έρχονται σε μαύρες σακούλες», λένε ότι ήταν μια από τις αγαπημένες του Σπύρου Βελέντζα, του Ελληνα νονού της Νέας Υόρκης. Αυτού του τύπου ο ο οποίος ήταν 14 ετών όταν αντίκρισε τη Βοστόνη για πρώτη φορά, την πόλη που μεγάλωσε μαζί με τον αδερφό του Δημήτρη και τις αδερφές του. Ανδρώθηκε στους κόλπους μιας οικογένειας που τους παρείχε ό,τι καλύτερο μπορούσε, ενώ ο πατέρας του είχε ανοίξει ένα εστιατόριο το οποίο πούλησε λίγα χρόνια αργότερα και το 1950 μετακόμισε μαζί με τη φαμίλια του στη Νέα Υόρκη.

Στην Αστόρια βρήκαν ένα σπίτι για να μείνουν και ο Σπύρος, που δεν τρελαινόταν για τα μαθήματα του σχολείου, άνοιξε γρήγορα ένα καφέ στηριζόμενος στις πλάτες του Πίτερ Κουράκου, που ήταν ο «δον» των Ελλήνων μαφιόζων.
Στο καφέ, τα τυχερά παιχνίδια, όπως το μπαρμπούτι και το πόκερ, έδιναν κι έπαιρναν, ενώ όταν ο Βελέντζας εκτελούσε χρέη οδηγού του Κουράκου και τον πήγαινε σε συναντήσεις με νονούς της μαφίας, ο αδερφός του Τζίμης πρόσεχε το μαγαζί. Σημαντική παράμετρος στη συγκεκριμένη επιχείρηση τα 10.000 δολάρια τον μήνα που πλήρωνε ο «Σακαφλιάς» στην οικογένεια Λουκέζε, μια από τις πιο ισχυρές οικογένειες της μαφίας στις ΗΠΑ, για προστασία φροντίζοντας να μην καθυστερεί ποτέ την καταβολή τους.
Οταν ανταλλάσσει χειραψία για πρώτη φορά με τον Τζον Γκότι, νεαρό «στρατιώτη» ακόμη της οικογένειας Γκαμπίνο, ο Σπύρος είναι γύρω στα τριάντα και υπαρχηγός της ομάδας του Κουράκου. Ο μετέπειτα capo di tutti i capi συμπαθεί από την πρώτη στιγμή τον Eλληνα μετανάστη, παρόλο που ο ίδιος δουλεύει για τους Γκαμπίνο. Οταν ο Κουράκος πεθαίνει, ο Βελέντζας παίρνει το χρίσμα από τους Λουκέζε να αναλάβει τα ηνία της ελληνικής μαφίας και αποδεικνύεται ικανότατος.
Στο καφέ του συχνάζει ο Τζον Γκότι που παίζει χαρτιά με τον Σπύρο, ο οποίος αρχίζει να «ανοίγεται» με τις δουλειές του τόσο στην Αστόρια όσο και στο Κουίνς.
Στήνει παράνομες λέσχες, χορηγεί δάνεια με τόκο στους άρρωστους τζογαδόρους, ανοίγει γραφείο ταξιδίων, ιταλικό εστιατόριο και φούρνο που πουλάει bagels, φρέσκο ψωμί και γλυκά. Τα δολάρια ρέουν άφθονα και ο Ελληνας «νονός» έχει πλέον χρόνο για να τζογάρει με τις ώρες στον ιππόδρομο ή να πετάγεται για δείπνα με φρέσκα ζυμαρικά στη «Μικρή Ιταλία».
Τον βλέπουν στο Μπρονξ ή στο Μπρούκλιν με τον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο και τον Πιτ Τσιόντο, μέλος της οικογένειας Λουκέζε και τον άνθρωπο στον οποίο ο Βελέντζας δίνει λόγο για ό,τι κάνει, χωρίς να φαντάζεται ότι χρόνια αργότερα ο συγκεκριμένος θα γίνει η νέμεσίς του.
Η απειλή
Κάπου στις αρχές των 80s, ο Βελέντζας είναι ο Ελληνας «νονός» της Αστόρια και η άνοδός του έχει χτυπήσει καμπανάκια σε αρκετούς μικρομαφιόζους, κυρίως Ιταλούς. Ο ίδιος θα το νιώσει ξεκάθαρα το βράδυ όπου δέχεται δολοφονική επίθεση την ώρα που επέστρεφε στην κατοικία του, όπου τον περίμενε η σύζυγός του Παναγιώτα, η γυναίκα που αγάπησε και παντρεύτηκε.
Στην ενέδρα που του στήνουν θα πληγωθεί ελαφρά και θα γλιτώσει ανταποδίδοντας τους πυροβολισμούς, ενώ έκτοτε προσέχει παρά πολύ σε κάθε του έξοδο.
Λίγα 24ωρα μετά θα μάθει ότι η εντολή για το χτύπημα είχε δοθεί από την οικογένεια Γκαμπίνο για τη διεκδίκηση μιας χαρτοπαιχτικής λέσχης στο Κουίνς από τον Βελέντζα, που δεν μέτρησε σωστά ότι ενοχλεί μια πολύ ισχυρή φαμίλια. Το πόσο υπολογίσιμος στους κύκλους της μαφίας ήταν ο Ελληνας «νονός» -«Greek Godfather» τον αποκαλούσαν οι Αρχές- φάνηκε από μια τηλεφωνική συνομιλία ανάμεσα στον Τζον Γκότι και τον «υπολοχαγό» των Γκαμπίνο, Σάμι Γκραβάνο, την οποία υπέκλεψε το FBI στα μέσα της δεκαετίας του ’80.
«Τον ξέρω καλά τον Σπύρο», λέει ο Γκότι. «Είναι το αφεντικό των Ελλήνων» συμπληρώνει και ο Γκραβάνο συναινεί απαντώντας με μια λέξη: «Αδιαμφισβήτητα». Μόνο που όσο καλά και αν τον ήξερε, όσο φίλοι και αν ήταν, ο Γκότι που είχε πλέον βγάλει από τη μέση τον Πολ Καστελλάνο και ήταν ο «αρχηγός των αρχηγών», έγινε έξαλλος όταν ο Βελέντζας μπήκε στα χωράφια του. Πώς έγινε αυτό; Με την καθοδήγηση του Τσιόντο, άνοιξε μια λέσχη για μπαρμπούτι και άλλα τυχερά παιχνίδια, λίγα μέτρα μακριά από ένα κλαμπ του Γκότι στο οποίο έπαιζαν μπακαρά.
Ο «Σακαφλιάς» αγνοούσε ότι εκπροσωπώντας κατά κάποιον τρόπο τους Λουκέζε, στους οποίους έδινε λόγο, εισήλθε σε μια περιοχή που ήλεγχε αποκλειστικά η οικογένεια Γκαμπίνο, χωρίς καν να τους ζητήσει την άδεια. Ο Γκότι έγινε έξαλλος με τον Ελληνα και τότε εκστόμισε την περίφημη φράση: «Να πείτε σε αυτόν τον αλήτη ότι εγώ, ο Τζον Γκότι, θα του κόψω το γαμ@@@@ο του κεφάλι!!». Τελικά ήταν ο Σάμι Γκραβάνο που ξεκαθάρισε την κατάσταση όταν έπειτα από έρευνα διαπίστωσε ότι ο Πιτ Τσιόντο είχε ρίξει τον Βελέντζα στην παγίδα, οπότε έβαλε τον Ελληνα να ζητήσει συγγνώμη από τον Γκότι και το θέμα έληξε.
«Ημουν ο βασιλιάς»
Σε όλη του τη διαδρομή, ο Σπύρος Βελέντζας παραχώρησε μία και μοναδική συνέντευξη τον Οκτώβριο του 1994 μέσα από τη φυλακή, όπου παραδέχθηκε πολλά για τη δράση του. «Ημουν ο βασιλιάς με τον δικό μου τρόπο ανάμεσα στους Ελληνες» θα πει στον Τζέρι Καπίσι, τον πιο ειδικευμένο δημοσιογράφο σε θέματα που αφορούν τις πέντε μεγάλες οικογένειες της μαφίας στη Νέα Υόρκη. «Με ήξεραν όλοι, έδινα τις εντολές και ήμουν το αφεντικό της Αστόρια. Εκανα buisiness στις κατασκευές, άνοιξα εστιατόρια, ενεχυροδανειστήρια αλλά έβγαλα τα πολλά λεφτά από τον τζόγο».
Τα λεφτά μπορούν να κάνουν πολλά, όχι όμως τα πάντα και κατά τη διάρκεια της θητείας του στον κόσμο της μαφίας, ο Βελέντζας συνελήφθη τουλάχιστον τρεις φορές από την Αστυνομία για αδικήματα όπως λαθρεμπόριο πετρελαίου, κλοπές και φοροδιαφυγή. Δύο τουλάχιστον Ελληνες θυμούνται ακόμη το γλέντι για την ονομαστική του γιορτή κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν ταξίδεψαν από την Ελλάδα στην Αμερική για συγκεκριμένη δουλειά.
Ο ένας ήταν εφοπλιστής που αντιμετώπιζε πρόβλημα με συγκεκριμένη τράπεζα στην οποία είχε δοσοληψίες που αφορούσαν αγορά και πώληση μετοχών στις ΗΠΑ, την οποία κατηγορούσε για διαφυγόντα κέρδη και απώλεια κεφαλαίων. Ο άλλος ήταν φίλος του που απλώς του είπαν να δει τον Βελέντζα μαζί με τον εφοπλιστή μήπως και τους βοηθήσει με τις γνωριμίες του, όπερ και εγένετο. Αμφότεροι έδωσαν το «παρών» στην γιορτή του Ελληνα μαφιόζου, μαζί με τον Τζον Γκότι, τον Σάμι Γκραβάνο, τον Πιτ Τσιόντο και τον Σάμι Νάλο, έναν διάσημο κλέφτη που είχε «γδύσει» από κοσμήματα και χρήματα το διαμέρισμα της Σοφία Λόρεν στη Νέα Υόρκη. Οταν ο «Σακαφλιάς» σηκώνεται κάποια στιγμή και χορεύει ζεϊμπέκικο οι Ιταλοί μαφιόζοι φίλοι του πετάνε ρολά με εκατοδόλαρα στην πίστα, κάποια από τα οποία ο φίλος του εφοπλιστή πατάει και τραβάει προς το μέρος του με τρόπο!
Λίγα χρόνια έπειτα από εκείνο το γλέντι, στις 26 Οκτωβρίου του 1988, την εποχή της παντοδυναμίας του Βελέντζα στην Αστόρια, το Κουίνς και το Μπρούκλιν, θα λάβει χώρα η δολοφονία που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Την ώρα που μιλάει στο τηλέφωνο με τον Σάμι Νάλο, ο οποίος δούλευε στο γραφείο ταξιδίων που είχε ο Βελέντζας, ακούει να τον πυροβολούν αρκετές φορές. Ο Νάλο δεν πέθανε αμέσως και σύμφωνα με μαρτυρίες των αστυνομικών που έφτασαν στη σκηνή του εγκλήματος τους είπε «Ο Σπύρος το έκανε», μια μαρτυρία που όμως δεν έγινε δεκτή στη δίκη του Βελέντζα.
Ο «χοντρός»
Αυτός που τον «έκαψε» τέσσερα χρόνια μετά ήταν ο Πιτ Τσιόντο -τον έλεγαν ο «Χοντρό Πιτ» γιατί ζύγιζε από 182 έως 230 κιλά-, ο άνθρωπος των Λουκέζε που είχε αναλάβει την «εποπτεία» του Σπύρου. Ο Τσιόντο που ήταν από τους πιο έμπιστους capi της φαμίλιας και γνώριζε παρά πολλά από τα ένοχα και σκοτεινά μυστικά της συνελήφθη και διαπίστωσε ότι το FBI τον είχε «δέσει» με ακλόνητα στοιχεία για την υπόθεση «Παράθυρα», ένα καρτέλ που είχαν στήσει οι πέντε ισχυρές οικογένειες της Μαφίας στη Νέα Υόρκη. Αποφάσισε να δηλώσει ένοχος για να πετύχει μικρότερη ποινή, χωρίς όμως να ενημερώσει τους Λουκέζε και να ζητήσει άδεια γι΄ αυτή του την απόφαση. Οι τελευταίοι φοβούμενοι ότι θα τους «δώσει» διέταξαν τη δολοφονία του και δύο εκτελεστές τού έστησαν ενέδρα σε ένα βενζινάδικο του Στέιτεν Aϊλαντ στις 8 Μαΐου του 1991.
Τον πυροβόλησαν δώδεκα φορές, αλλά ο «Χοντρός Πιτ» έζησε και σώθηκε από το λίπος που δεν επέτρεψε σε καμία από τις σφαίρες να πλήξουν καίρια κανένα όργανο στο σώμα του. Μετά την απόπειρα και τις απειλές των Λουκέζε ότι αν μιλήσει θα σκοτώσουν τη γυναίκα του, ο Τσιόντο ζήτησε να μπει στο πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων με όλη την οικογένειά του. Ανάμεσα σε αυτούς που «έδωσε» ήταν και ο Βελέντζας, στον οποίο φόρτωσε τη δολοφονία του Σάμι Νάλο, επειδή, όπως είπε ο τελευταίος, ήθελε να μπει στις δουλειές του Σπύρου και να πάρει μερίδιο.
Ο νονός της Αστόρια αρνιόταν μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής του τη συγκεκριμένη κατηγορία και υποστήριζε ότι ο Νάλο σκοτώθηκε με εντολή του Τσιόντο, όταν δεν του επέστρεψε 100.000 δολάρια που του είχε δανείσει για να παίξει. Η έφεση που έκανε δεν άλλαξε τίποτε αφού παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του στη φυλακή, όμως η απίστευτη διαδρομή του και η κατάληξή της επιβεβαίωσε ένα άλλο ρητό των μαφιόζων. Αυτό που λέει ότι «όλες οι συμφωνίες γίνονται για να σπάνε»…
protothema