Tου Ελισσαίου Βγενόπουλου, σκηνοθέτη-συγγραφέα
Μπορεί η αγάπη να φωτίζει, αλλά η εξουσία σκιάζει, κι η φθορά ολοκληρώνει τον κύκλο, τρεις δυνάμεις που συγκρούονται ανελέητα, με τίμημα την έλξη και την επιθυμία.
Η ταινία «Ρόουζ εναντίον Ρόουζ» έρχεται σαν καθρέφτης για να μας δείξει ότι οι μεγαλύτερες μάχες δεν δίνονται στα πεδία πολέμου, αλλά μέσα σε σαλόνια που μύριζαν κάποτε οικογενειακή θαλπωρή. Ο Τζέι Ροουτς παίρνει το παλιό υλικό του The War of the Roses και το ξαναγράφει με το βλέμμα στραμμένο στο σήμερα: στον κόσμο της φιλοδοξίας, της ατομικής επιτυχίας και της αθόρυβης αποξένωσης. Δεν τον ενδιαφέρει η φάρσα για τον γάμο που καταρρέει, αλλά η σταδιακή μετάλλαξη της αγάπης σε πεδίο ανταγωνισμού, η αργή διαρροή από ένα δοχείο που μοιάζει μονωμένο αλλά είναι γεμάτο μικρές χαραμάδες.
Στο επίκεντρο βρίσκονται ο αρχιτέκτονας Θίο (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς) και η σεφ Άιβι (Ολίβια Κόλμαν), ζευγάρι Βρετανών με δύο παιδιά, που καιρό τώρα έχουν μετακομίσει στο Σαν Φρανσίσκο. Οι χαρακτήρες τους ξεκινούν ως το πρότυπο του «τέλειου» ζευγαριού: καριέρα, κύρος, κοινωνική αναγνώριση, μια οικογένεια που θυμίζει βιτρίνα επιτυχίας. Όμως, το σεληνιακό τοπίο των ανθρωπίνων σχέσεων δεν συγχωρεί τις αυταπάτες. Όταν η σταδιοδρομία του ενός αρχίζει να φθίνει, η ισορροπία τους μετατρέπεται σε πεδίο μάχης. Εκεί που κάποτε υπήρχε στοργή, φωλιάζει τώρα η ζήλια, η προσβολή, η εκδίκηση.
Το σενάριο του Τόνι ΜακΝαμάρα, γνωστού από τη συνεργασία του με τον Γιώργο Λάνθιμο (The Favourite, Poor Things), φέρνει μαζί του μια καυστική, σχεδόν λανθιμική, ειρωνεία. Δεν πρόκειται για απλή αναπαραγωγή της πλοκής του ’89, εδώ η αφήγηση ξεδιπλώνεται σαν θεοσκότεινο παραμύθι, όπου τα κίνητρα δεν είναι ποτέ διαφανή και οι διάλογοι λειτουργούν ως εγχειρίδια που πληγώνουν περισσότερο από τις πράξεις. Η κωμωδία δεν ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, αντίθετα, αναδεικνύει τη φρίκη που κρύβεται κάτω από την ευγένεια και τα χαμόγελα καθωσπρεπισμού.
Το σενάριο ξεκινά σχεδόν σαν σύγχρονο οικογενειακό δράμα, με οικείες στιγμές, καθημερινές προστριβές, μικρά τραύματα που θα μπορούσαν να θεραπευτούν. Όμως, η γραφή του ΜακΝαμάρα φροντίζει να τις μεγεθύνει, να τις στριμώξει μέσα στον φακό, ώσπου η παραμικρή αφορμή αποκτά διαστάσεις μάχης. Η αφήγηση είναι ένα είδος «χορογραφίας της σύγκρουσης», όπου ο θεατής, αντί να αποστασιοποιηθεί, νιώθει συνένοχος σε μια κωμικοτραγική, ατέλειωτη έκπτωση.
Η σκηνοθεσία του Τζέι Ρόουτς υπηρετεί αυτή τη σύλληψη με ισορροπημένη διαύγεια. Από τη μία πλευρά, παρακολουθούμε σκηνές που θυμίζουν σχεδόν τηλεοπτική οικειότητα, με φυσικό φωτισμό και κλειστοφοβικά κάδρα, από την άλλη, όταν η σύγκρουση κορυφώνεται, η κάμερα μετατρέπεται σε όργανο σάτιρας, παραμορφώνοντας το καθημερινό σε κάτι σχεδόν γκροτέσκο. Η αισθητική υπονομεύει αργά και βασανιστικά τη βιτρίνα του «κανονικού».
Το βάρος πέφτει στους δύο πρωταγωνιστές, η υπέροχη Κόλμαν δίνει στο βλέμμα της την οργή μιας γυναίκας που αρνείται να σβήσει στη σκιά, ενώ ο Κάμπερμπατς αποτυπώνει το εύθραυστο εγώ ενός άντρα που δεν αντέχει να χάνει άλλο έδαφος. Στη διανομή, πέρα από το κεντρικό δίδυμο έχουμε τον Άντι Σάμπεργκ, την Άλισον Τζάνεϊ και την Κέιτ ΜακΚίνον, όλοι σε ρόλους που λειτουργούν σαν καταλύτες, εντείνοντας τις συγκρούσεις ή προσφέροντας σπινθήρες σαρκασμού.
Όμως, όσο στιβαρή κι αν είναι η νέα εκδοχή, δεν ξεφεύγει από ορισμένα μειονεκτήματα. Η σκιά του πρωτότυπου είναι βαριά, και σε σημεία η ταινία μοιάζει να συγκρίνεται άθελά της με την ειρωνική ενέργεια του Ντε Βίτο. Ο Ροουτς επιλέγει μια πιο στιλιζαρισμένη, ελεγχόμενη προσέγγιση, που σε μερικές στιγμές αποδυναμώνει την αίσθηση αυθόρμητου και του άγριου. Επίσης, το σενάριο του ΜακΝαμάρα, παρότι ευφυές, μπορεί να φανεί υπερβολικά αιχμηρό για όσους περιμένουν μια πιο «κλασική» ρομαντική κωμωδία, εδώ ο σαρκασμός είναι κυρίαρχος και δεν αφήνει περιθώρια συναισθηματικής παρηγοριάς.
Το Ρόουζ εναντίον Ρόουζ δεν είναι τυχαία μια ιστορία για το 2025. Σε έναν κόσμο όπου το «φαίνεσθαι» συχνά έχει μεγαλύτερη αξία από το «είναι», το φιλμ μάς δείχνει πόσο εύκολα η τελειότητα μπορεί να μετατραπεί σε ερείπια και στάχτη. Δεν χρειάζονται μεγάλοι καταστροφικοί εξωτερικοί παράγοντες, αρκεί μια μικρή ρωγμή για να ξεχειλίσει η αβυσσαλέα ανάγκη για κυριαρχία και εξουσία.
Το «Ρόουζ εναντίον Ρόουζ» πρόκειται για μια ταινία που μεταχειρίζεται την κωμωδία σαν εργαλείο αλήθειας, το δράμα σαν καθρέφτη ματαιότητας και το σινεμά σαν πεδίο μάχης. Η ταινία είναι μια αιχμηρή υπενθύμιση πως η πιο σκληρή μορφή πολέμου είναι εκείνη που ξεσπά ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που κάποτε ορκίστηκαν πως θα αγαπιούνται για πάντα, ενώ το πάθος και η φθορά χορεύουν, ανάμεσά τους, αγκαλιά μέχρι τελικής πτώσεως.