Η αμερικανική διπλωματία στηλίτευσε την «επιδείνωση» της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη, βάζοντας πάνω απ’ όλα στο στόχαστρο τους περιορισμούς στην «ελευθερία της έκφρασης», στην πολυαναμενόμενη έκθεσή της για το ζήτημα που έδωσε στη δημοσιότητα χθες, Τρίτη 12 Αυγούστου.
Στη Γερμανία, στη Βρετανία και στη Γαλλία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόνισε πως «η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων χειροτέρεψε κατά τη διάρκεια της χρονιάς» που πέρασε, στην έκθεσή για το 2024 που ξεκάθαρα αντανακλά τις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Στη Γαλλία, η έκθεση κάνει λόγο για «αξιόπιστες πληροφορίες» περί «σοβαρών περιορισμών στην ελευθερία της έκφρασης» και αναζωπύρωσης των αντισημιτικών ενεργειών.
Στη Βρετανία, η Ουάσιγκτον επισήμανε νέο νόμο για την ασφάλεια στο διαδίκτυο, με σκοπό την καλύτερη προστασία των παιδιών, που επικρίνεται ιδίως από τον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης X του Ίλον Μασκ.
Ερωτηθείσα σχετικά, η εκπρόσωπος της αμερικανικής διπλωματίας Τάμι Μπρους αρνήθηκε να αναφερθεί σε κάποια χώρα ιδιαίτερα, έκρινε ωστόσο ότι «η κυβερνητική λογοκρισία είναι ανυπόφορη σε μια ελεύθερη κοινωνία».
«Οι κυβερνήσεις συνεχίζουν να καταφεύγουν στη λογοκρισία, στην αυθαίρετη ή παράνομη παρακολούθηση και σε περιοριστικούς νόμους εναντίον φωνών που δεν τους ικανοποιούν, συχνά για πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους», είπε.
Ο Αμερικανός αντιπρόεδρος Βανς προκάλεσε κατάπληξη στην Ευρώπη, ειδικά στη Γερμανία, τον Φεβρουάριο, όταν υποστήριξε σε ομιλία του στο Μόναχο πως η ελευθερία της έκφρασης «υποχωρεί» στην Ευρώπη, απηχώντας απόψεις κομμάτων όπως η AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία), που πρόσφατα χαρακτηρίστηκε από τη γερμανική υπηρεσία πληροφοριών «εξτρεμιστική δεξιά».
Φιλοτεχνώντας μεγάλο πίνακα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στον κόσμο, χώρα προς χώρα, η ετήσια έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που έφερε συχνά πολλές κυβερνήσεις σε δύσκολη θέση, γενικά δημοσιευόταν κάθε άνοιξη ως φέτος. Συντάσσεται με εντολή του Κογκρέσου των ΗΠΑ και ως πέρυσι θεωρείτο κείμενο αναφοράς.
Αλλά η φετινή έκδοσή της είχε συνταχτεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, του δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν, κάτι που ώθησε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να κάνει εκτενείς τροποποιήσεις στη δομή και στο κείμενο, ώστε να αντανακλά τις προτεραιότητες της κυβέρνησης Τραμπ, για παράδειγμα την εναντίωσή του σε προγράμματα προώθησης της διαφορετικότητας ή της άμβλωσης.
«Οι εκθέσεις αυτής της χρονιάς απλοποιήθηκαν ώστε να είναι πιο χρήσιμες και προσβάσιμες στο πεδίο και από τους εταίρους μας (…) και για να ευθυγραμμίζονται» με τις προτεραιότητες της σημερινής κυβέρνησης, αναφέρει το κείμενο.
Πολιτικοί της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και μη κυβερνητικές οργανώσεις εξέφρασαν ανησυχία και τόνισαν πως η τρέχουσα εκδοχή της έκθεσης δεν είναι ειλικρινής για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διεθνές επίπεδο.
Ο δημοκρατικός γερουσιαστής Κρις Βαν Χόλεν εκτίμησε πως η «πολιτικοποίηση» των εκθέσεων αυτών θα θέσει σε κίνδυνο «τους σκοπούς τους» και θα «μειώσει (…) την αξιοπιστία» του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Για παράδειγμα στην περίπτωση του Ελ Σαλβαδόρ, όπου κυβερνά ο πρόεδρος Ναγίμπ Μπουκέλε, σύμμαχος του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η έκθεση του αμερικανικού ΥΠΕΞ διαβεβαιώνει ότι δεν υπάρχουν «αξιόπιστες πληροφορίες που να κάνουν λόγο για σημαντικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Το Σαλβαδόρ επικρίνεται από διάφορες μη κυβερνητικές οργανώσεις για τον ανελέητο πόλεμο εναντίον των «μάρας», των συμμοριών που τρομοκρατούσαν τον πληθυσμό, και για τις συνθήκες στο λεγόμενο κέντρο εγκλεισμού της τρομοκρατίας (CECOT), νέα φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Η κυβέρνηση Τραμπ απέλασε στο Σαλβαδόρ νωρίτερα φέτος εκατοντάδες υπηκόους Βενεζουέλας, που οδηγήθηκαν σε αυτή τη φυλακή όπου κατήγγειλαν πως υπέστησαν κακομεταχείριση και βασανιστήρια.
Αντίθετα με το Σαλβαδόρ η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σκιαγραφεί με μελανά χρώματα την κατάσταση σε χώρες με τις οποίες έχει σχέσεις ιδιαίτερα τεταμένες η κυβέρνηση Τραμπ, όπως η Νότια Αφρική και η Βραζιλία.
«Η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη Νότια Αφρική χειροτέρεψε αξιοσημείωτα κατά τη διάρκεια της χρονιάς», σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, που κρίνει πως η Πρετόρια ξεπέρασε εσκαμμένα, έκανε «πολύ ανησυχητικό βήμα» αποφασίζοντας «την απαλλοτρίωση» ιδιοκτησιών των Αφρικάνερ – λευκών Νοτιοαφρικάνων – και διέπραξε «νέες παραβιάσεις των δικαιωμάτων φυλετικών μειονοτήτων στη χώρα», όπως σημείωσε αναφερόμενη και πάλι στους λευκούς πολίτες της χώρας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος κατήγγειλε με σφοδρότητα νωρίτερα φέτος νόμο με σκοπό να διευκολυνθεί η ανακατανομή γαιών για να διορθωθούν αδικίες, κληρονομιά του απαρτχάιντ, του status quo ante της κυριαρχίας της λευκής μειονότητας και του διαχωρισμού και της καταπίεσης της μαύρης πλειοψηφίας.
Όσο για τη Βραζιλία, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ καταγγέλλει πως δικαστήρια πήραν «υπερβολικά και δυσανάλογα μέτρα» τα οποία «πλήττουν την ελευθερία της έκφρασης» και «περιορίζουν την πρόσβαση σε περιεχόμενα στο διαδίκτυο που κρίνονται ‘βλαπτικά για τη δημοκρατία’», σύμφωνα με την έκθεση.
Στον δικαστή του ομοσπονδιακού ανώτατου δικαστηρίου (STF) Αλεσάντρ τζι Μοράις έχουν επιβληθεί πολλαπλές αμερικανικές κυρώσεις.
Προεδρεύει στη δίκη στην οποία προσάγεται ο ακροδεξιός πρώην πρόεδρος Ζαΐχ Μπολσονάρου για απόπειρα πραξικοπήματος το 2023, ενώ είχε μπει επίσης στο στόχαστρο του δισεκατομμυριούχου ιδιοκτήτη του X Μασκ εξαιτίας περιορισμών.
Στην περίπτωση του Ισραήλ, η έκθεση είναι πολύ πιο συνοπτική από την περσινή και δεν περιέχει καμιά αναφορά στον πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζας.