Του Θέμη Μπάκα*
Η υπόθεση των δανείων σε ελβετικό φράγκο είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κρατικής απραξίας και τραπεζικής αυθαιρεσίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Περίπου 80.000 οικογένειες και επαγγελματίες, που πίστεψαν στην υπόσχεση της σταθερότητας και της χαμηλής δόσης, έχουν βρεθεί εγκλωβισμένοι σε ένα οικονομικό αδιέξοδο.
Παρότι για χρόνια ακούν διακηρύξεις περί «δίκαιης λύσης», το μόνο που βιώνουν είναι καθυστερήσεις, υποσχέσεις χωρίς αντίκρισμα και – το πιο εξοργιστικό- μία κυβέρνηση που φαίνεται να συνεργεί στην αδικία.
Χιλιάδες δανειολήπτες, που δεν αρνούνται τις υποχρεώσεις τους, ζητούν κάτι απλό: να πληρώσουν αυτά που πραγματικά δανείστηκαν. «Δεν ζητάμε να μην πληρώσουμε, ζητάμε να πληρώσουμε αυτά που πραγματικά δανειστήκαμε», δηλώνουν ξεκάθαρα. Η λύση που ζητούν είναι συγκεκριμένη και εφικτή.Αυτή είναι η μετατροπή των δανείων σε ευρώ, με επιτόκιο Euribor, ώστε να μπορέσουν να αντέξουν οικονομικά. Όχι άλλες δόσεις – «μαμούθ», όχι κεφάλαια φουσκωμένα από ισοτιμίες και τόκους που ουδέποτε προέβλεψαν ή κατανόησαν.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση εξακολουθεί να παίζει… καθυστέρηση. Από το φθινόπωρο του 2024 υπόσχεται «λύσεις», οι οποίες συνεχώς μετατίθενται. Επικοινωνιακές διαρροές, ψευδαισθήσεις, δήθεν «διαβουλεύσεις».
Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θέλει να λύσει το πρόβλημα. Όχι επειδή δεν μπορεί, αλλά επειδή δεν επιθυμεί να συγκρουστεί με τις τράπεζες, που φέρουν τη βασική ευθύνη για τη χορήγηση τοξικών δανείων σε πολίτες χωρίς καμία θεσμική προστασία.
Αλώβητες, για μια ακόμη φορά, οι τράπεζες
Το σχέδιο που διαρρέεται ότι θα προωθηθεί, κάθε άλλο παρά δίκαιο είναι. Βασίζεται στην τρέχουσα ισοτιμία του ελβετικού φράγκου, όχι σε εκείνη της εκταμίευσης, και μετακυλίει ολόκληρο το κόστος και τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον δανειολήπτη. Έτσι, οι τράπεζες, για ακόμη μία φορά, θα βγουν αλώβητες, χωρίς να αναλάβουν το παραμικρό βάρος για τις δικές τους επιλογές. Ακόμα και ένα πιθανό «κούρεμα» θα αποδειχθεί αποπροσανατολιστικό, αφού το φουσκωμένο κεφάλαιο θα εξακολουθήσει να είναι μη βιώσιμο, επιφέροντας για χιλιάδες πολίτες αναπόφευκτους πλειστηριασμούς.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση προτείνει ένταξη των δανειοληπτών στον εξωδικαστικό μηχανισμό – μια «λύση» που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των έννομων δικαιωμάτων τους στα δικαστήρια, ενώ δεν αξιολογεί ούτε το αρχικό κεφάλαιο, ούτε το συνολικό φορτίο των τόκων και των προσαυξήσεων. Ουσιαστικά, δηλαδή, ζητείται από τους πολίτες να νομιμοποιήσουν οι ίδιοι την αδικία που έχουν υποστεί.
Κι ενώ οι τράπεζες απειλούν με κατασχέσεις, κυνηγούν οικογένειες για να τούς πάρουν το σπίτι, συντηρώντας μια σε ολόκληρη κοινωνία ένα καθεστώς τρόμου, την ίδια στιγμή διαγράφουν εκατομμύρια ευρώ από μεγάλους επιχειρηματικούς οφειλέτες, χωρίς καμία διαφάνεια, χωρίς αιτιολόγηση, χωρίς ντροπή. Η επιλεκτική «ευαισθησία» των τραπεζών και η σιωπηρή συναίνεση της κυβέρνησης συνθέτουν ένα σκηνικό που δεν είναι, απλώς, άδικο. Είναι εξοργιστικό.
Ένας δανειολήπτης που ξεκίνησε να πληρώνει 700 ευρώ το μήνα, βλέπει σήμερα τη δόση του να φτάνει τα 1.700. Η κυβέρνηση το γνωρίζει. Το υπουργείο Οικονομικών υποσχέθηκε επανεξέταση του θέματος, αλλά οι πράξεις του μέχρι σήμερα λένε το αντίθετο: καμία βούληση, κανένα θάρρος, καμία κοινωνική συνείδηση.
Συνενοχή της κυβέρνησης η σιωπή της
Την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές χώρες επέλεξαν να προστατεύσουν τους πολίτες τους με δίκαιες ρυθμίσεις και να καταλογίσουν ευθύνες στις τράπεζες, στην Ελλάδα επιλέγονται η σιωπή και η συγκάλυψη. Επιλέγεται η εύνοια των ισχυρών και η θυσία των αδυνάμων.
Η σιωπή της κυβέρνησης απέναντι σε αυτή τη διαρκή αδικία δεν είναι απλώς αδράνεια. Είναι συνενοχή. Ο εμπαιγμός πρέπει να λάβει τέλος. Οι πολίτες δεν ζητούν χάρη, αλλά απαιτούν το αυτονόητο: μια λύση δίκαιη, βιώσιμη και θεσμικά έντιμη. Μια λύση που δεν θα προστατεύει μόνο τις τράπεζες, αλλά θα αποκαθιστά την ισονομία και θα αναγνωρίζει το μερίδιο ευθύνης κάθε πλευράς.
Δεν μπορεί μια κοινωνία να προχωρήσει όταν το κράτος προστατεύει τους ισχυρούς και εγκαταλείπει τους ευάλωτους. Δεν μπορεί να υπάρξει εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, όταν τα σπίτια των απλών ανθρώπων βγαίνουν στο σφυρί, ενώ εκατομμύρια επιχειρηματικών χρεών διαγράφονται σιωπηρά πίσω από κλειστές πόρτες.
Η ώρα των υπεκφυγών τελείωσε. Η κοινωνία δεν ζητά άλλο χρόνο. Ζητά λύση. Και τη ζητά τώρα.
*Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαΐας