Μπορούν οι εκπτώσεις που ξεκινούν σήμερα να καλύψουν την χαμηλή αγοραστική δύναμη των ελληνικών νοικοκυριών ή να καλυφθούν οι ανάγκες τους;
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο κύκλος εργασιών των εμπορικών καταστημάτων κατά τις εκπτωτικές περιόδους του 2024 και του πρώτου εξαμήνου του 2025 παρουσιάζει θετική μεταβολή. Ακόμα και στις περιπτώσεις όμως που οι προσφορές είναι εντυπωσιακές και οι εκπτώσεις γενναίες, αυτές δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν την ακρίβεια, τους χαμηλούς μισθούς και τις οικονομικές δυσκολίες των καταναλωτών.
Τα περσινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το σύνολο της χρονιά καταγράφουν αύξηση του συνολικού κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο κατά 2,4%. Ειδικά, το β’ τρίμηνο του 2024, την περίοδο δηλαδή των θερινών εκπτώσεων, σημειώθηκε αύξηση 4,3% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Αν και τα στοιχεία είναι ενθαρρυντικά, είναι προφανές ότι αυτά δεν προέκυψαν μετά από αύξηση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για το 2025 υπογραμμίζει ότι οι πραγματικοί μισθοί στην Ελλάδα έχουν υποχωρήσει κατά 32,8% την τελευταία 15ετία, ενώ η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων εργαζομένων κατατάσσεται πλέον στην προτελευταία θέση μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αγοραστική αδυναμία στων νοικοκυριών, οδηγούν τις επιχειρήσεις να μην είναι ιδιαίτερα αισιόδοξες για το μέλλον . Μελέτη του ΙΜΕ/ΓΣΕΒΕΕ καταδεικνύει ότι η πίεση στο εισόδημα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι τέτοια, ώστε ακόμη και σε περιόδους εκπτώσεων η αύξηση στον τζίρο να μην φέρνει και αντίστοιχη αύξηση στην κατανάλωση.
Η πραγματικότητα προκαλεί μια σημαντική αντίφαση στην αγορά καθώς ενώ ο ονομαστικός τζίρος αυξάνεται, η αγοραστική δύναμη παραμένει χαμηλά. Τα στοιχεία δείχνουν ότι το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών γίνεται από τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, ενώ για τα χαμηλότερα εισοδήματα, που πλήττονται περισσότερο από την ακρίβεια οι εκπτώσεις λειτουργούν μόνο ως μια μικρή, προσωρινή ελάφρυνση και όχι ως ουσιαστικό εργαλείο ενίσχυσης της κατανάλωσης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο μέσος ετήσιος τζίρος ανά άτομο διαμορφώθηκε το 2024 σε 6.882 ευρώ, σημειώνοντας μικρή αύξηση από τα 6.711 ευρώ του 2023. Το συγκεκριμένο στοιχείο θα μπορούσε να ήταν μια ενθαρρυντική εκκίνηση για να καλυφθούν οι απώλειες των προηγούμενων ετών. Όμως στην πράξη η ακρίβεια τρώει τις αυξήσεις, χωρίς να δημιουργεί περιθώρια εφησυχασμού στα νοικοκυριά. Έρευνα του ΙΕΛΚΑ έδειξε πως τον Ιούνιο του 2025 ο πληθωρισμός σε σούπερ μάρκετ διαμορφώθηκε στο 1,78% σε ετήσια βάση, ενώ σε είδη πρώτης ανάγκης – όπως ψωμί, γαλακτοκομικά και κρέας, οι αυξήσεις κυμάνθηκαν μεταξύ 5% και 9%.
Από τα στοιχεία της Έκθεσης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ προκύπτει επίσης ότι από την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος κατά 8,3 δισ. ευρώ την περίοδο 2019–2023, μόλις 130 εκατ. ευρώ αφορούσαν μισθωτούς. Το υπόλοιπο ήταν εισόδημα που από μη μισθωτή εργασία και ακίνητα. Αυτό σημαίνει ότι η ανάπτυξη της οικονομίας δεν συνάδει και με την ενίσχυση των χαμηλών εισοδημάτων.
Αλλαγή μοντέλου
Άνθρωποι της αγοράς επισημαίνουν ότι οι εκπτώσεις είναι ένα σημαντικό εργαλείο, αλλά οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να στηρίζονται αποκλειστικά σε προωθητικές ενέργειες και εκπτώσεις.
Όπως εξηγούν η κατανάλωση κατά βάση ενισχύεται μέσω της ενίσχυσης του εισοδήματος. Όταν όμως το 65% των καταναλωτών δηλώνει ότι «κόβει» βασικές δαπάνες ακόμη και σε περιόδους εκπτώσεων, το πρόβλημα μοιάζει να είναι βαθύτερο από τις τιμές στα ράφια.
Δεδομένη θεωρείται η ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου της κερδοσκοπίας, ιδιαίτερα σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων. Αλλά οι έλεγχοι δεν μπορούν να λύσουν από μόνοι τους το πρόβλημα. Για αυτό το λόγο οι κοινωνικοί εταίροι προτείνουν περαιτέρω αύξηση του κατώτατου μισθού με βάση τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, μείωση του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, ελάφρυνση της φορολογίας και επέκταση των κοινωνικών παροχών.
Πηγή: OT