Του Θέμη Μπάκα*
Η κυβέρνηση παρουσιάζει με υπερηφάνεια την ψηφιακή πύλη stegi.gov.gr, αναφέροντας 43 δράσεις συνολικού ύψους 6,5 δισ. ευρώ για τη στέγαση. Πρόκειται για ένα έργο «μαμούθ», όχι όμως ως παρέμβαση κοινωνικής ανακούφισης αλλά σαν εργαλείο επικοινωνιακής κεφαλαιοποίησης. Κι αυτό διότι, για μια ακόμη φορά, το κράτος προκρίνει την ψηφιακή βιτρίνα έναντι του ουσιαστικού κοινωνικού αποτυπώματος.
Παρουσιάζονται προγράμματα που έχουν ήδη λήξει ή απέτυχαν στην εφαρμογή τους, όπως το «Σπίτι Μου 1», στο οποίο το 30% των δικαιούχων δεν κατάφερε ποτέ να βρει σπίτι, λόγω ελλείψεων στην αγορά και αποκλεισμών.
Και το «Σπίτι Μου 2», που διαφημίζεται σαν «ναυαρχίδα» της στεγαστικής πολιτικής, στην πράξη αφορά αποκλειστικά μόνο όσους πληρούν τραπεζικά κριτήρια και διαθέτουν ίδια κεφάλαια.
Επομένως, πρόκειται για μια πολιτική που ενισχύει την τράπεζα και όχι τον νέο ή τη νέα με χαμηλό εισόδημα.
Εκτινάχθηκαν οι τιμές των κατοικιών
Παράλληλα, η επίδραση του προγράμματος στις τιμές κατοικιών ήταν καταλυτική, καθώς οι τιμές εκτινάχθηκαν και οι νέοι οδηγήθηκαν στην αγορά γερασμένων κατοικιών 40-45 ετών, επιβαρυμένοι από πληθωρισμένες τιμές και τελικά χωρίς
κανένα όφελος από τα χαμηλά επιτόκια.
Παράλληλα, το πρόγραμμα «Αναβαθμίζω», παρά το «γενναιόδωρο» προφίλ και τον προϋπολογισμό των 400 εκατ. ευρώ, είναι άμεσα συνδεδεμένο με τραπεζικά δάνεια.
Αν δεν μπορείς να πάρεις δάνειο, δεν συμμετέχεις. Κι όμως, η πραγματικότητα το διαψεύδει ακόμα πιο ηχηρά: η απορροφητικότητα του προγράμματος είναι μόλις
8,8%. Πρόκειται για ένα ακόμη πολυδιαφημισμένο και στην πράξη αποτυχημένο πρόγραμμα, που γεννά υποψίες για προτεραιότητες βασισμένες περισσότερο στο
επικοινωνιακό όφελος και λιγότερο στην ανάγκη της κοινωνίας.
Αντίστοιχα, το πρόγραμμα «Ανακαινίζω – Ενοικιάζω» περιορίζεται σε ιδιοκτήτες με ίδια κεφάλαια ή δυνατότητα δανεισμού με όριο δαπανών τις 13.500 ευρώ για ανακαίνιση. Αλήθεια, τί μπορεί να ανακαινίσει κανείς με αυτά τα χρήματα σε ένα διαμέρισμα 70-80 τ.μ. του 1970, όταν το κόστος των οικοδομικών υλικών έχει αυξηθεί έως και 60%;
Η στήριξη των ενοικιαστών μέσω του επιδόματος επιστροφής ενός ενοικίου δεν αντέχει στη βάσανο της αριθμητικής. Το μέτρο αφορά περίπου 948.000 νοικοκυριά,
με συνολικό κόστος 230 εκατ. ευρώ. Ο καθένας θα λάβει περίπου 242 ευρώ τον χρόνο, ένα ποσό που ούτε τον μισό μήνα δεν καλύπτει, όταν τα ενοίκια καταγράψουν αυξήσεις που αγγίζουν το 60%-65% την τελευταία επταετία.
Η κοινωνική κατοικία παραμένει στα χαρτιά
Όσο για την κοινωνική κατοικία, που εξαγγέλθηκε από το 2022, παραμένει στα χαρτιά. Ο πρώτος διαγωνισμός δεν έχει γίνει ακόμη και θα αφορά μόλις 90 διαμερίσματα με
κοινωνικό ενοίκιο – ποσοστό 30% σε σύνολο 300. Το υπόλοιπο 70% θα νοικιάζεται σε τιμές αγοράς από ιδιώτες επενδυτές. Πρόκειται για μια κραυγαλέα αποτυχία πολιτικής
βούλησης: παραχωρείται δημόσια περιουσία με αντάλλαγμα ψήγματα κοινωνικής πρόνοιας.
Μεγάλο μέρος των δράσεων που επιχειρεί να επικοινωνήσει η κυβέρνηση μέσω της ψηφιακής πύλης stegi.gov.gr βρίσκεται σε στάδιο σχεδιασμού ή σε πρώιμο επίπεδο ωρίμανσης, χωρίς σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Στην πράξη, πολλές από αυτές παραμένουν ευχολόγια, τη στιγμή που οι πολίτες βιώνουν καθημερινά την αδυναμία πρόσβασης σε αξιοπρεπή και προσιτή στέγη.
Δημιουργείται εύλογα η εντύπωση πως η εν λόγω πλατφόρμα δεν εξυπηρετεί τους πολίτες, αλλά μάλλον τους κυβερνώντες, ως ένα πολιτικό άλλοθι και τεκμηρίωση απέναντι στην απογοητευτική πραγματικότητα που ζουν οι νέοι με τα χαμηλά εισοδήματα και οι ενοικιαστές.
Η εξαίρεση του Πανεπιστημίου Πατρών
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα των 8.500 φοιτητικών κλινών μέσω ΣΔΙΤ, που εξαγγέλθηκαν με κάθε επισημότητα από τη ΔΕΘ του 2022 για τα Πανεπιστήμια Κρήτης, Δυτικής Μακεδονίας, Θεσσαλίας, ΔΠΘ, Δυτικής Αττικής και το ΕΜΠ – κι όμως, σύμφωνα με την ίδια την ψηφιακή πύλη, παραμένουν ακόμη υπό εξέλιξη.
Δηλαδή, τρία χρόνια μετά από τις εξαγγελίες, καλούμαστε να περιμένουμε… μια ψηφιακή ενημέρωση αντί για μια πραγματική πρόοδο; Την ίδια στιγμή, το Πανεπιστήμιο Πατρών, το τρίτο μεγαλύτερο ανώτατο ίδρυμα της χώρας, παραμένει εκτός εθνικού σχεδίου για φοιτητική στέγαση. Μια κραυγαλέα απουσία που απογυμνώνει τις διακηρύξεις από ουσία και
αποτυπώνει το χάσμα ανάμεσα στον σχεδιασμό επί χάρτου και στις ανάγκες της πραγματικής ζωής.
Την ίδια ώρα, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας συνεχίζονται απρόσκοπτα, χωρίς επαρκές θεσμικό αντίβαρο για την προστασία των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Οι οικονομικές πιέσεις και η αδυναμία πρόσβασης σε αποτελεσματικά εργαλεία ρύθμισης του χρέους έχουν οδηγήσει σε ένα νέο κύμα απώλειας στέγης. Το αποτέλεσμα είναι ήδη μετρήσιμο: η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη μείωση στο ποσοστό ιδιοκατοίκησης των τελευταίων δεκαετιών.
Η ιδιοκατοίκηση μειώθηκε στο 69,6%
Σύμφωνα με τη Eurostat, η ιδιοκατοίκηση μειώθηκε από το 75,4% το 2019 στο 69,6% το 2023, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη πτώση ακόμη και σε σχέση με τα χρόνια των μνημονίων. Η κατοικία παύει να αποτελεί σταθερό σημείο κοινωνικής ασφάλειας και μετατρέπεται σταδιακά σε επισφαλές και απρόσιτο αγαθό για ολοένα και περισσότερους πολίτες.
Και όλα αυτά, ενώ το πρόγραμμα «Golden Visa» επιδείνωσε το πρόβλημα. Πριν από την αύξηση του ορίου επένδυσης, η αγορά υπέστη πρωτοφανές ράλι τιμών, οδηγώντας σε
περαιτέρω εκτόξευση του κόστους αγοράς.
Παράλληλα, το μέτρο απαγόρευσης νέων ακινήτων σε βραχυχρόνια μίσθωση από 1/1/2025 στα κεντρικά διαμερίσματα της Αθήνας οδήγησε πολλούς ιδιοκτήτες να σπεύσουν να εγγραφούν πριν από την απαγόρευση, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο την πίεση στην αγορά ενοικίων.
Τελικά, με 6,5 δισ. ευρώ, το ερώτημα είναι εύλογο. Τί έχουμε καταφέρει; Μήπως αντί για πολιτική, έχουμε απλώς marketing;
Η Πορτογαλία με 2,7 δισ. ευρώ κατασκευάζει 26.000 κατοικίες κοινωνικής στέγης. Η Ισπανία με 1 δισ. χτίζει 20.000 σπίτια. Η Ιταλία διαθέτει 1 δισ. για 10.000 μονάδες.
Και η Ελλάδα με 6,5 δισ., δεν έχει ούτε ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό συγκρότημα, ούτε ένα πραγματικό δίχτυ ασφαλείας για τους πολίτες που βρίσκονται αποκλεισμένοι
από την αγορά.
Αν τα προγράμματα στεγαστικής πολιτικής αφορούν μόνο όσους έτσι κι αλλιώς μπορούσαν να αγοράσουν, τότε δεν είναι κοινωνικά. Είναι προγράμματα επιδότησης των τραπεζών και στήριξης της αγοράς, όχι της κοινωνίας.
Η στέγαση είναι κοινωνικό δικαίωμα, όχι πεδίο επικοινωνιακής διαχείρισης. Και τα δεδομένα δείχνουν ότι κάναμε λάθος δρόμο. Καιρός να τον αλλάξουμε.
*Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαΐας