Του Ηρακλή Ρούπα, Οικονομολόγου
Ο τίτλος πρόσφατου άρθρου του Πρωθυπουργού: «Τα όπλα μας στην μάχη με την στεγαστική κρίση» παρουσιάζει ενδιαφέρον. Ενδιαφέρον το γεγονός ότι μετά από τόσα χρόνια αναγνωρίζει – έστω και καθυστερημένα – πως υπάρχει μείζον ζήτημα κρίσης. Αναγνωρίζει πως η στέγαση αποτελεί «δικαίωμα». Ενδιαφέρουσα επίσης η λέξη που χρησιμοποιεί αναφορικά με τα «όπλα» που εκτιμά ότι υπάρχουν ή θα υπάρξουν από πλευράς κυβερνητικής πολιτικής στην αντιμετώπιση της κρίσης. Αναδεικνύει εμμέσως την αδυναμία των μέχρι σήμερα μέτρων να αντιμετωπίσουν μακροπρόθεσμα την κρίση. Άλλωστε, θα γνωρίζει πως δεν είναι λίγες οι φορές που ένα μέτρο που έχει εξαγγελθεί αναθεωρείται για τον απλούστατο λόγο ότι απέτυχε.
Καλοπροαίρετα σκεπτόμενος, ίσως να μην αποτελεί ευθύνη του Πρωθυπουργό το γεγονός ότι όσοι σχεδιάζουν τις πολιτικές χαρακτηρίζονται από έλλειψη εμπειρίας αλλά και παραγωγικής «φαντασίας». Ευθύνεται όμως για το γεγονός ότι πέρασαν έξι χρόνια για να παραδεχθεί ότι υπάρχει κρίση. Ευθύνη που δεν διέβλεψε πως μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και κοινωνική ισορροπία δεν είναι δυνατόν να σχεδιασθεί όταν με βάση τα στοιχεία της Eurostat το 37% του εισοδήματος κάθε νοικοκυριού πηγαίνει στην στέγαση. Στατιστικό δεδομένο που επιβεβαιώνεται από μελέτη της Morgan Stanley στην οποία γίνεται αναφορά για εγχώριο πληθωρισμό στις τιμές στέγασης 10% σε σύγκριση με 2,5% στην Ε.Ε..
Η αναφορά του ότι «δεν καταγράφουμε απλώς το πρόβλημα, αλλά το αντιμετωπίζουμε με αποφασιστική δράση και στοχευμένα μέτρα», μπορεί να δείχνει ευγενή πρόθεση. Επί της ουσίας όμως έχει αποδειχθεί κενή περιεχομένου. Οι εξαγγελίες στερούνται φαντασίας και μακροπρόθεσμου αποτυπώματος προκειμένου να διαμορφώσουν πεδίο αποτελεσματικής διαχείρισης της κρίσης.
Η επεξεργασία του νομοσχεδίου που προωθείται από την νέα υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας με στόχο την κάλυψη στεγαστικών αναγκών 5.000 ατόμων με την μορφή ΣΔΙΤ αδυνατεί να παράξει βιώσιμο πλαίσιο. Κυρίως όμως, αποφεύγει να αναζητήσει την προαγωγή νέων αποτελεσματικών χρηματοδοτικών εργαλείων που να μειώσουν την συμμετοχή ιδιωτών μέσω της ανάδειξης χρηματοδοτικού ρόλου από Δήμους και Περιφέρειες.
Η παραχώρηση του 70% των οικιών προς εκμετάλλευση υπό μορφή αντιπαροχής σε ιδιώτες, επί της ουσίας αφαιρεί από την κοινωνική προσέγγιση του θέματος, δημιουργώντας επιπρόσθετες στρεβλότητες. Η κοινωνική αντιπαροχή δεν πρέπει δημιουργεί την βάση για οικονομική αντιπαροχή όταν υπάρχουν άλλες διέξοδοι. Ειδικά όταν η πρόταση κυοφορεί ένα ιδιότυπο κερδοσκοπικό momentum.
Η φιλοσοφία δημιουργίας από την νέα Υπουργό, ακόμα ενός ακόμα φορέα «διαχείρισης» με στόχο τον συντονισμό ενός προγράμματος με κοινωνικό αποτύπωμα, στο οποίο μέσω ΣΔΙΤ προσδίδεται έντονο χαρακτηριστικό ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αναδεικνύει αδυναμία αναζήτησης λύσεων που να «εμπλέκουν» Δήμους και Περιφέρειες με νέα χρηματοδοτικά εργαλεία. Εύλογα κατά συνέπεια τίθεται το ερώτημα για τους λόγους που καταργήθηκε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας. Ένας φορέας με εμπειρία κατασκευής 600 οικισμών και 50.000 κατοικιών.
Οι όποιες πολιτικές είναι ανάγκη να σχεδιασθούν με βάση την κατηγοριοποίηση των αναγκών, καθώς και την στόχευση βαθμίδων ενσωμάτωσης ακινήτων. Οι Περιφέρειες και οι Δήμοι έχουν την δυνατότητα να παίξουν πρωτεύοντα ρόλο στην υλοποίηση κάθε πολιτικής προς την κατεύθυνση αυτή. Μετά από έξι χρόνια ποιο το αποτύπωμα όταν απλά αναμένεται εντός του2025 να «τρέξουν» οι πρώτοι διαγωνισμοί για την διάθεση περίπου1.600 αναξιοποίητων ακινήτων του δημοσίου; Έχει αντιληφθεί η Υπουργός ότι μία τέτοια διαδικασία με προβληματική την χρηματοδοτική διέξοδο, απλά δίνει την δυνατότητα σε επενδυτές/ εργολάβους απλά να κερδίσουν, με ένα ελάχιστον κοινωνικό αποτύπωμα;
Η στήριξη μέσω του Σχέδιο Δράσης για την Στέγαση της Ευρωπαικής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) θετική. Θα σταθώ όμως στην τοποθέτηση του Αντιπροέδρου της κ. Τσακίρη ότι το κρίσιμο βήμα είναι «η δυνατότητα στους δήμους και τους ιδιώτες επενδυτές να δημιουργήσουν προσιτές κατοικίες». Η νομοθετική πρόταση της κυβέρνησης όμως – όπως και οι περισσότερες – φαίνεται να απαξιώνουν τους δήμους από κάθε μορφής δραστηριότητα.
Τα στελέχη της κυβέρνησης – σε συνδυασμό ίσως με τις τράπεζες που είναι δυνατόν να αποτελούν τον αδύναμο κρίκο στην υποστήριξη τέτοιων έργων – αποφεύγουν να υποστηρίξουν χρηματοδοτικά εργαλεία που σε άλλες χώρες αποτελούν την βάση αντίστοιχων πολιτικών όπως «Δημοτικά ή Περιφερειακά Ομόλογα», ακόμα και την δημιουργία «Περιφερειακών χρηματοδοτικών φορέων» με κονδύλια ΕΣΠΑ που θα μπορούσαν να εξειδικευτούν στην χρηματοδότηση έργων των αντίστοιχων περιφερειών. Με διαχειριστή την κάθε Περιφέρεια.
Το ζητούμενο είναι ο συνδυασμός και η συνεργασία κράτους, δήμων, περιφερειών, νέων φορέων χρηματοδότησης. Η συμμετοχή των ιδιωτών πρέπει να αναδεικνύεται ως υποστηρικτική προσθήκη και όχι ως μείζονα λύση. Το «Σπίτι μου 1» απέτυχε. Το «Σπίτι μου 2» δεν αναμένεται να αποδώσει παρά τις βελτιώσεις. Πως να αποδώσει άλλωστε; Απλά δεν υπάρχουν ακίνητα. Δεν υπάρχουν και επαρκή κίνητρα. Με «ψίχουλα» δεν έχει λόγο ο κάθε ιδιοκτήτης να μπει στην βάσανο να ανοίξει ένα σύμφορο σπίτι. Όση και να είναι η επιβάρυνση του ΕΝΦΙΑ, ή οι μικρές φοροελαφρύνσεις.
Στην Ισπανία η κυβέρνηση ανακοινώνει σχέδιο για την κατασκευή 180.000 κατοικιών κοινωνικής στέγασης τα επόμενα χρόνια. Η ελληνική δίνει επιδόματα και δάνεια που αυξάνουν την ζήτηση με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν οι τιμές και τα ενοίκια. Αντί να αναλάβει το κόστος κατασκευής κατοικιών με διοχέτευση κονδυλίων από το Ταμεία Ανάκαμψης ( η ευκαιρία αυτή χάθηκε), προωθεί λύσεις μηδενικού τελικού αποτυπώματος αδυνατώντας για ακόμα μία φορά να χαρτογραφήσει το πρόβλημα.
Είναι καιρός να αναπτυχθεί ένα νέο πλαίσιο χρηματοδοτικών εργαλείων ανεκμετάλλευτων μέχρι σήμερα. Ίσως όχι τόσο. Δυστυχώς δεν τίθενται στο τραπέζι της ανάπτυξης, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από τις τράπεζες, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι εκτός της φιλοσοφίας της κυβέρνηση για «συγκεντρωτική ανάπτυξη». Μοντέλο που μέχρι σήμερα οδηγεί στο οριστικό αποκλεισμού, ως στόχευση, ενός συνολικά αποκεντρωμένου αναπτυξιακού αφηγήματος μακροπρόθεσμης βάσης. Χωρίς στέγη όμως, κάθε αναπτυξιακό αφήγημα χάνει την κοινωνική του βάση.