Του Θέμη Μπάκα
Σε μια χώρα όπου ο πολίτης καλείται να πληρώνει τους φόρους του εγκαίρως, χωρίς καμία προστασία ή στήριξη, το τραπεζικό σύστημα –το ίδιο που διασώθηκε με δημόσιο χρήμα και κοινωνικό κόστος– απολαμβάνει μια προνομιακή φορολογική μεταχείριση που προκαλεί δικαιολογημένη κοινωνική αγανάκτηση και εύλογα ερωτήματα.
Οι ελληνικές τράπεζες, οι οποίες τα χρόνια της οικονομικής κρίσης βρέθηκαν στο επίκεντρο, εμφανίζουν πλέον υψηλά επίπεδα κερδοφορίας. Το 2024, κατέγραψαν συνολικά κέρδη άνω των 8 δισ. ευρώ, ενώ μόνο το πρώτο τρίμηνο του 2025 παρουσίασαν καθαρά κέρδη 1,2 δισ. ευρώ – που αντιστοιχούν σε 600 εκατομμύρια ευρώ μέρισμα στους μετόχους τους, μόνο από το πρώτο τρίμηνο του 2025.
Αλλά δεν σταματούν εκεί. Ήδη, σχεδιάζεται η διανομή μερισμάτων που θα ξεπερνά το 50% των ετήσιων κερδών τους, τα επόμενα χρόνια, με δισεκατομμύρια ευρώ να κατευθύνονται στους μετόχους, μεταξύ αυτών και ξένα funds.
Μόνο από τα μερίσματα που προέρχονται από τα κέρδη των τραπεζών, στο πρώτο τρίμηνο του 2025, τα οποία δεν χρησιμοποιούνται για την αποπληρωμή των οφειλόμενων αναβαλλόμενων φόρων προς το ελληνικό Δημόσιο, θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η κατασκευή χιλιάδων φοιτητικών και οικογενειακών κατοικιών σε οικόπεδα του Δημοσίου. Με αυτά τα κονδύλια, θα μπορούσαν να κτιστούν 11.428 φοιτητικές κατοικίες των 35 τετραγωνικών μέτρων ή 5.333 κατοικίες των 75 τετραγωνικών μέτρων.
Αυτή η προκλητική επιλογή, να αφήνονται αναξιοποίητοι πόροι τέτοιας κοινωνικής σημασίας, αποκαλύπτει μια βαθιά στρέβλωση. Όταν το τραπεζικό κεφάλαιο προτιμά να μοιράζει μερίσματα, παρά να εκπληρώνει τις φορολογικές του υποχρεώσεις, είναι ξεκάθαρο ποιοι πραγματικά έχουν προτεραιότητα στη χώρα.
Και όμως, πίσω από αυτή την εικόνα ευρωστίας, κρύβεται μια σιωπηλή, αλλά ουσιαστική μεταφορά φορολογικών υποχρεώσεων στο μέλλον. Πρόκειται για τους λεγόμενους αναβαλλόμενους φόρους. Επί της ουσίας, συνιστούν φορολογικές υποχρεώσεις που δεν καταβάλλονται σήμερα, αλλά μεταφέρονται για «κάποια στιγμή αργότερα». Το ποσό που οφείλουν οι τράπεζες στο ελληνικό Δημόσιο από αναβαλλόμενους φόρους ξεπερνά τα 13 δισεκατομμύρια ευρώ, ένα ποσό ασύλληπτο για τον μέσο φορολογούμενο.
Με άλλα λόγια, η αμείλικτη πραγματικότητα είναι ότι ενώ παρουσιάζουν εντυπωσιακή κερδοφορία και ετοιμάζονται να μοιράσουν τα κέρδη τους σε μετόχους, οι τράπεζες συνεχίζουν να μην πληρώνουν τους φόρους που τούς αναλογούν στο ελληνικό κράτος. Και όλα αυτά, σε ένα πολιτικό πλαίσιο που δεν απαιτεί καμία ουσιαστική ανταπόδοση από τις ίδιες τις τράπεζες για τη διάσωσή τους ή για τη συμβολή τους στη φορολογική δικαιοσύνη.
Δυστυχώς, όμως, την ίδια στιγμή, ο Έλληνας πολίτης που πλήρωσε το κόστος της τραπεζικής διάσωσης – είτε μέσω φόρων, είτε μέσω περικοπών είτε μέσω κατάρρευσης του εισοδήματός του – δεν έχει καμία απολύτως προστασία. Χιλιάδες άνθρωποι κινδυνεύουν να χάσουν την πρώτη κατοικία τους, οι κατασχέσεις επανέρχονται με νέα ένταση, ενώ οι ρυθμίσεις οφειλών γίνονται ολοένα και πιο ασφυκτικές.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η επιλογή της κυβέρνησης να επιτρέπει στις τράπεζες να παραμένουν φορολογικά «ανέγγιχτες», ενώ την ίδια ώρα απαιτεί πλήρη συνέπεια και σκληρές ποινές για κάθε καθυστέρηση του μέσου πολίτη, δεν είναι, απλώς, κοινωνικά άδικη. Είναι βαθιά αντικοινωνική και πολιτικά προκλητική.
Ως εκ τούτου, ο ερώτημα είναι θεμελιώδες και δεν χωρά υπεκφυγές: Για ποιο λόγο το τραπεζικό σύστημα αντιμετωπίζεται σαν «πολίτης πρώτης κατηγορίας», με ειδικά καθεστώτα και σιωπηρές ασυλίες, ενώ ο απλός πολίτης – που δεν έχει την πολυτέλεια ούτε καθυστέρησης ούτε διαφυγής – λογίζεται σαν ύποπτος και τιμωρείται ακόμα και για μια απλή οφειλή των 100 ευρώ;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με τεχνικούς όρους. Είναι πρωτίστως ζήτημα πολιτικής βούλησης και δημοκρατικής ισότητας. Η κυβέρνηση οφείλει να πάρει θέση. Και η κοινωνία, υποχρεούται να μην σιωπήσει.
Γιατί χωρίς φορολογική ισονομία, δεν υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη. Και χωρίς κοινωνική δικαιοσύνη καμία οικονομική ανάκαμψη δεν έχει νόημα, ούτε διάρκεια.
ΣΣ: Ο Θέμης Μπάκας είναι πολιτευτής Αχαΐας.