του Παντελή Καψή, δημοσιογράφου
Στην πρόσφατη κρίση της Ινδίας με το Πακιστάν οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς υποστήριζαν σε άρθρο τους ότι η Ινδία μόνο να χάσει μπορεί από την αναμέτρηση
Όχι στρατιωτικά αλλά πολιτικά. Αν η Ινδία θέλει να γίνει ένας διεθνής επενδυτικός προορισμός, εξηγούσαν, τότε δεν μπορεί να είναι ένας απρόβλεπτος παίκτης στη διεθνή σκακιέρα, έτοιμος να μπει σε μια πολεμική περιπέτεια εξ αιτίας του θρησκευτικού της εθνικισμού.
Αυτή η συλλογιστική ενδεχομένως μας βοηθά να καταλάβουμε καλύτερα τη στάση της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα. Ένα ερώτημα για παράδειγμα το οποίο δεν έχουμε απαντήσει είναι γιατί με τόση ευκολία εγκατέλειψε την επιθετική της πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και συμφώνησε στα «ήρεμα νερά». Θυμόμαστε ότι πριν από λίγα μόνο χρόνια, το 2022, είχε προχωρήσει στην προμήθεια γεωτρύπανων, έκανε έρευνες στο Αιγαίο και απειλούσε να προχωρήσει σε γεωτρήσεις στην ελληνική, πλην υπό τουρκική αμφισβήτηση, υφαλοκρηπίδα.
Η απάντηση έχει προφανώς να κάνει με το νέο ρόλο τον οποίο διεκδικεί καταρχήν στην περιοχή αλλά και ευρύτερα. Ο Ερντογάν βλέπει την Τουρκία ως ισότιμο παίκτη με τις μεγάλες δυνάμεις. Θεωρεί ότι μπορεί να γίνει ή μάλλον ότι ήδη είναι, ένας απαραίτητος σύμμαχος για την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, έχοντας παράλληλα μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στην εξωτερική του πολιτική. Τα χαρτιά του είναι η γεωγραφική θέση της Τουρκίας, η στρατιωτική της ισχύς, η αμυντική της βιομηχανία, οι προσβάσεις της σε χώρες της περιοχής όπως η Συρία και η Λιβύη αλλά και ο διαμεσολαβητικός ρόλος που μπορεί να παίξει ιδίως στις σχέσεις με την Ρωσία. Έναν τέτοιο ρόλο ωστόσο καθόλου δεν τον υπηρετεί μια παρατεταμένη κρίση με την Ελλάδα. Μια σύμμαχο νατοϊκή χώρα δηλαδή η οποία ανήκει στον πυρήνα της Ευρώπης, έχει αναπτύξει στενές σχέσεις και σε στρατιωτικό επίπεδο με τις ΗΠΑ, ενώ μαζί με την Κύπρο, την Αίγυπτο και το Ισραήλ αποτελούν έναν σημαντικό φιλοδυτικό άξονα στην περιοχή. Με άλλα λόγια η Τουρκία δεν έχει αποδεχθεί την ύφεση στις σχέσεις με την Ελλάδα επειδή έχει άλλα πιο σημαντικά στο πιάτο της. Χρειάζεται την πολιτική των ήρεμων νερών για να πετύχει ευκολότερα τους στόχους της. Δεν μπορεί να είναι και ταραξίας και ειρηνοποιός.
Οι ραγδαίες εξελίξεις τον τελευταίων μηνών βέβαια έχουν αναβαθμίσει ριζικά τον ρόλο της. Σε αυτό έχουν συντελέσει τρεις βασικοί παράγοντες. Ο πρώτος και πιο σημαντικός είναι η εκλογή Τραμπ, η προσπάθεια του να προσεγγίσει τη Ρωσία και να τερματίσει τον πόλεμο καθώς και η στροφή του προς τις Αραβικές χώρες. Ο δεύτερος είναι η πτώση του καθεστώτος Άσαντ και η επικράτηση του Αλ Τζουλάνι. Ο τρίτος τέλος είναι η επιθυμία της Ευρώπης να αναβαθμίσει την αμυντική της ισχύ. Σε αυτή την προοπτική όλες ανεξαιρέτως οι ευρωπαϊκές χώρες θεωρούν την Τουρκία απαραίτητο εταίρο. Πέραν των άλλων λόγων που αναφέρθηκαν πιο πάνω και για την ετοιμότητα της να στείλει στρατιωτικές δυνάμεις όπου χρειαστεί. Για παράδειγμα στην Ουκρανία αν κάποια στιγμή υπογραφεί συμφωνία ειρήνης.
Για την Ελλάδα αυτή η αναβάθμιση έχει προκαλέσει ένα μικρό σοκ. Και είναι αλήθεια ότι στη δεκαετία της κρίσης ήμασταν σε υποχώρηση. Είχε παραμεληθεί η άμυνα, επικρατούσαν συνθήκες άγριας κοινωνικής έντασης και όλο το βάρος είχε πέσει στα εσωτερικά μας προβλήματα. Ως ένα βαθμό η κατάσταση αυτή έχει αλλάξει. Έχουν αλλάξει προς το καλύτερο και οι σχέσεις με την Τουρκία. Το μείζον ωστόσο παραμένει. Οι διεκδικήσεις της Τουρκίας βρίσκονται πάντα στο τραπέζι και ο διάλογος μεταξύ των δύο χωρών δεν έχει αποδώσει τουλάχιστον στα δύσκολα ζητήματα που μας χωρίζουν. Ποιο μπορεί να είναι το αύριο;
Προβλέψεις δεν μπορούν βέβαια να γίνουν. Αν κάτι μας έδειξαν οι τελευταίοι μήνες είναι πόσο εύκολα και πόσο γρήγορα μπορεί να αλλάξουν οι συνθήκες. Ορκισμένοι εχθροί να γίνουν φίλοι, πρώην τζιχαντιστές να φωτογραφηθούν με τον αμερικανό πρόεδρο, οι ΗΠΑ να προσπεράσουν το Ισραήλ για να κλείσουν εμπορικές συμφωνίες με τα κράτη του κόλπου και φυσικά στο δρόμο, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ευρώπη, να ξεχάσουν τα ανθρώπινα δικαιώματα προτάσσοντας το γεωπολιτικό συμφέρον. Η φυλάκιση του Ιμάμογλου όπως και η άγρια δολοφονία του Κασόγκι εξαερώνονται στο πλαίσιο της νέας πολιτικής Τραμπ ότι στο εξής οι ΗΠΑ δεν θα υπαγορεύουν σε τρίτες χώρες πώς να ζουν. Όλα αυτά ωστόσο, αν και αρνητικά σε μεγάλο βαθμό, θα μπορούσαν να βοηθήσουν την Ελλάδα να βγάλει ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα.
Το πρώτο και πιο σημαντικό είναι η ανάγκη του ρεαλισμού. Αν κάποιος διαβάσει το άρθρο του Αντώνη Σαμάρα της προηγούμενης εβδομάδας θα μείνει έκπληκτος με την ανεδαφικότητα και την αφέλεια των θέσεων που υποστηρίζει. Όπως έγραψε ο πρώην πρωθυπουργός, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έπρεπε να «αδράξει την ευκαιρία» της επίσκεψης του στο νέο καγκελάριο της Γερμανίας και να του κάνει μάθημα «δημόσια» επειδή πουλάει όπλα στην Τουρκία. Το ίδιο έπρεπε να κάνει και με την Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία και κατά συνέπεια μπορούμε να υποθέσουμε με όλες τις χώρες που ακολουθούν ανάλογη στάση, πουλάνε όπλα στην Τουρκία δηλαδή , όπως η Ισπανία, η Αγγλία και γιατί όχι οι ΗΠΑ. Πρόκειται για την ακραία έκφραση μιας πολιτικής που έχει μεγάλη πέραση σε ορισμένους κύκλους σύμφωνα με την οποία θα μπορέσουμε να απομονώσουμε την Τουρκία και να επιβάλουμε τη λύση της αρεσκείας μας και μάλιστα με την βοήθεια των συμμάχων οι οποίοι θα προσχωρήσουν στις απόψεις μας. Μια πολιτική κομμένη και ραμμένη για έναν λαϊκιστή δημαγωγό η οποία το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να απομονώσει και να εξασθενήσει διπλωματικά την Ελλάδα.
Το δεύτερο συμπέρασμα είναι η ανάγκη της προσαρμογής της εξωτερικής πολιτικής στα πραγματικά δεδομένα. Όπως έχει επισημανθεί, αυτό δεν πρέπει να γίνει με σπασμωδικές κινήσεις. Σίγουρα όχι υπό το κράτος ενός αδικαιολόγητου πανικού. Άλλωστε υπάρχει και μια θετική όψη των εξελίξεων που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε. Η Τουρκία όπως είδαμε επιθυμεί να γίνει αποδεκτός ο νέος της ρόλος από τις υπόλοιπες χώρες. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ερντογάν αναβίωσε την πολιτική και το αίτημα ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε αυτή του την πολιτική η Ελλάδα μπορεί να είναι ενοχλητικό εμπόδιο αλλά και χρήσιμος σύμμαχος. Ασφαλώς για την Ελλάδα είναι πολύ προτιμότερη μια Τουρκία που θέλει να ενταχθεί όλο και πιο πολύ στο δυτικό σύστημα παρά μια ανεξέλεγκτη Τουρκία που θεωρεί ότι αδικείται. Στη δεύτερη περίπτωση ο κίνδυνος ανάφλεξης θα παραμένει εσαεί ενεργός. Στην πρώτη, ακόμα και αν τελικά δεν επιτευχθεί πρόοδος, η Ελλάδα έχει σημαντικά χαρτιά στα χέρια της. Αρκεί να τα παίξει με σύνεση και διορατικότητα και πάντως όχι για να ικανοποιήσει τον Σαμαρά και τους ομοϊδεάτες του.
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ