Μια επιστροφή στη νιότη μας (ημών των μεγαλυτέρων), εκεί στη δεκαετία του ΄80, που ήθελε τα πάντα…ραντισμένα από χρώμα λαχανί, τουλάχιστον στην Αχαϊα και την Πάτρα, όπου ως… κάστρα, έστειναν θεαματικές πολεμίστρες για ένα κόμμα που το έλεγαν ΠΑΣΟΚ και όρισε όχι μόνο μέθοδο αλλά και αισθητική, σε έναν τόπο που έβγαζε από το μπαούλο τα λαμέ και τα ζιβάγκο και εμφορούμενος από αισιοδοξία, έκανε …χαρτί, στην έξοδο από την μεταδικτατορική εσωστρέφεια, δίνοντας αγώνες στα καφενεία, με όπλα πλαστικές σημαίες και γεμίζοντας το βράδυ τις πίστες με γαρύφαλλα, παίρνοντας όρκους στο όνομα ενός Ανδρέα, που έμεινε στην ιστορία με το μικρό του όνομα.
– Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου-
Όλο αυτό τον κόσμο, σε χρόνο ΠΑΣΟΚ, τον μικρό, τον μέγα, τον γεμάτο φασαρία πάθος και.. λάθος, έφερε στην παρέλαση της Πατρινής αποκριάς ο Σταύρος Γκουρνέλος, ένας μάστορας της σάτιρας, μαζί με την παρέα του, η οποία κατάφερε με τρόπο θαυμαστό να ισορροπήσει μεταξύ γέλιου και… νοσταλγίας, για μια εποχή που τα είχε όλα στο φουλ και δεν διέθετε φιλάθλους μα οπαδούς, στο γήπεδο της πολιτικής, που τα έβαφε όλα μονόχρωμα και μας έκανε να ζούμε σαν να μην υπάρχει αύριο.
Χρόνια των παχέων αγελάδων και των μεγάλων εντυπώσεων, όπου όλα ήταν βουτηγμένα στην υπερβολή, από τις βάτες στα σακάκια, μέχρι τα ράσα του ιερατείου, από τις ακρότητες του Τύπου, μέχρι τις γύρες που έφερνε ο τότε πρωθυπουργός στην πίστα υπό τους ήχους της Ρίτας και του ¨αυτός ο άνθρωπος αυτός”, λαοπρόβλητος όσο κανείς άλλος, αποτέλεσμα του πάθους, που ανέβαζε ανθρώπους με σημαίες στους στύλους της ΔΕΗ και έκανε τις καρέκλες των καφενείων να εκσφενδονίζονται.
Όπως και να΄χει, υπήρξε μια εποχή, που κράτησε πολύ και είτε προσδιοριζόσουν ως ΠΑΣΟΚ, είτε ως πολέμιός του, ζούσες μέσα σε ένα σκηνικό που πλέον μοιάζει βγαλμένο από παλιά ταινία. Άλλωστε όπως μου λέει και ο Σταύρος Γκουρνέλος, το πλήρωμα του οποίου κατέκτησε το πρώτο βραβείο σατιρικού άρματος, τα νέα παιδιά, κοίταζαν το άρμα και δεν μπορούσαν να το …αναγνώσουν. Από τότε έχουν περάσει πολλά χρόνια και οι εποχές κατέστησαν τη δεκαετία του 80 μουσειακό είδος.
Το καρναβάλι όμως, όλα τα μπορεί. Ακόμη και το να βγάλει στην παρέλαση τον Ανδρέα, με την πίπα και το ζιβάγκο του, την Δήμητρα Λιάνη, την Ρίτα Σακελλαρίου, τους αρχιερείς της διαπλοκής, τους οπαδούς με τις σημαίες και όλα όσα συνιστούσαν την μυθολογία ΠΑΣΟΚ μέχρι το κόκκαλο, υπό τον τίτλο Παρατηρητές Φλαμίμνγκο Για Σοκ, με ένα διπλό σπονδυλωτό άρμα που σκόρπισε αβίαστα το γέλιο σε οπαδούς και αντιπάλους.
Ποιός είχε όμως είχε την ιδέα; Ο Σταύρος Γκουρνέλος αναλαμβάνει την ευθύνη.
“Νομίζω ότι το να μπορούμε να αυτοσαρκαζόμαστε δείχνει απίστευτη διάθεση σε καρναβαλικό επίπεδο” λέει διασκεδάζοντας με την ιδέα ακόμη και μετακαρναβαλικά. “Δεν πρέπει να αφήνουμε άλυτους λογαριασμούς με το παρελθόν. Και επειδή δεν έχουμε κόμπλεξ με το να αυτοσαρκαζόμαστε, αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό το άρμα φωτίζοντας οτιδήποτε μπορεί να θυμίζει εκείνη την εποχή του φανατισμού, που οι άνθρωποι ντύνονταν με ρούχα του ήλιου του ΠΑΣΟΚ, βάφονταν στο πρόσωπο με τα χρώματα και τα σχήματα του κόμματος, ουρλιάζανε κραδαίνοντας σημαίες και καταριόντουσαν ο ένας τον άλλον για το κόμμα, σαν να μην υπάρχει αύριο. Αυτοί δεν ήταν ψηφοφόροι, ήταν οπαδοί, ήταν πιο κοντά στο ποδόσφαιρο παρά στην ιδεολογία. Οι νέοι του πληρώματος, μας άκουγαν απορρημένοι. Δεν γνώριζαν αυτή την εικόνα, τους ήταν ένας εντελώς άγνωστός τόπος. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι υπήρχαν άνθρωποι με σημαίες που κρέμονταν σαν τσαμπιά στις κολώνες. Εμείς οι υπόλοιοι το διασκεδάσαμε σαν να είναι reunion. Έπεσε πολύ γέλιο. Ο κάθε ένας ήταν τοποθετημένος στη σωστή θέση. Ψάξαμε πολύ για να δούμε ποιος θα κάνει τον Ανδρέα, ποιός τη Ρίτα…, ποιός διαθέτει το απαραίτητο ύφος και τα απαραίτητα χαρακτηριστικά“
Για το άρμα και την παρουσίαση του πληρώματος των 120 μελών, το οποίο μετράει 35 χρόνια ιστορίας, η ομάδα δούλεψε ένα μήνα συστηματικά.
“Θέλαμε να παίζουμε με ιδέες που να κάνουν τον κόσμο να γελάει. Το καρναβάλι δεν είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Πρέπει να συνομιλεί με τον κόσμο, να δίνει και να παίρνει ιδέες” λέει ο μέτρ του είδους Σταύρος Γκουρνέλος.
“Εξάντλησα όλη μου την ικανότητα να κρατήσω τις ισορροπίες, να μην είναι η παρουσίαση εριστική ούτε σε ό,τι αφορά την πολιτική, ούτε τη θρησκεία. Για αυτό και όπως μας είπαν η παρουσίαση έβγαζε γέλιο, ακόμη και μια μικρή νοσταλγία για εκείνες τις μέρες που πέρασαν, αλλά και έναν προβληματισμό σχετικά με το αν η ιστορία επαναλαμβάνεται”.