Νεανική βία: Ευθύνονται μόνο οι νέοι;

Γράφoυν οι: Δρ. Πολύβιος Ν. Πρόδρομος και Γιώργος Γιοβάνης

Η αυξητική τάση των περιστατικών βίας στην παιδική και εφηβική ηλικία, αποτελεί ανησυχητικό φαινόμενο που απασχολεί, σοβαρά πλέον, τα τελευταία χρόνια την διεθνή κοινότητα. Ιδιαίτερα ανησυχητικές όμως είναι οι διαστάσεις που έχει πάρει η διαλεκτική της βίας στο χώρο του Σχολείου, το οποίο έπαψε να είναι φορέας εκείνης της αγωγής που στοχεύει στην καλλιέργεια του πνεύματος των νέων, όσο και στην καλλιέργεια της ψυχής και τη διαμόρφωση του ήθους τους. Ένα τέτοιο σχολείο με άξιους δασκάλους, θα τα βοηθούσε να γνωρίσουν τον εαυτό τους και να σεβαστούν τον συν-άνθρωπο, δίνοντας ό,τι καλύτερο έχει η νεανική – αδιάφθορη ακόμα – ψυχή τους.

            Το σχολείο εμπλέκεται «υποχρεωτικά» στο χορό της βίας, αφού αποτελεί μέρος της και συνέπειά της. Αποτελεί χώρο συνάντησης της κουλτούρας, της αντι-κουλτούρας και της υπο-κουλτούρας που δονούν το έδαφος της ελληνικής κοινωνίας. Συστεγάζει παιδιά και έφηβους που μεγαλώνουν σε μια κρίσιμη περίοδο για την Ελληνική κοινωνία. Μιμούνται, αντιγράφουν και ενεργούν σύμφωνα με τα προβαλλόμενα, σ’ αυτούς, πρότυπα. Η παρορμητική φύση τους, η αγωνία τους για το μέλλον ή η αδιαφορία τους γι’ αυτό, ο δυναμισμός τους και η απορρέουσα, από αυτόν, υπεροχή, ή η χαμηλή αυτοεκτίμησή τους, συχνωτίζονται με την αδιαλλαξία, τον πειθαναγκασμό και τις κοινωνικές ανισότητες δημιουργώντας έτσι ένα εκρηκτικό μίγμα.

            Βλέπουν οι έφηβοι πως «δεν τους ακούει κανείς», αισθάνονται σαν ένα ενέχυρο σε σαράφικο άτιμο, σε μια παράγκα πως ζουν, ψευδομεσσιών και τυχοδιωκτών. Ακούνε από παντού για μια ομερτά. Και σε όλα αυτά προστίθενται οι διαλυμένες ανθρώπινες σχέσεις κι ένα σχολείο «σπασμένος καθρέπτης», στον οποίο βλέπουν το πρόσωπό τους κατακερματισμένο. Ένα πρόσωπο που άλλο δεν ήθελαν, παρά να το κρατήσουν καθάριο κι αδιαίρετο, όπως λέει κι ο ποιητής. Ένα πρόσωπο που δεν πρόλαβαν να το χαρούν, να το δουν να γελά. Αντρώνονται σ’ ένα σχολικό περιβάλλον, από το οποίο πιέζονται για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, με τυποποιημένες γνώσεις, με αυστηροποίηση των εξετάσεων, με βαθμοθηρία, άγχος και ανταγωνισμό.

            Πιέζονται να παρακολουθήσουν μάθημα σε σχολεία - κυρίως downtown – που αρχικά είχαν προβλεφθεί για άλλες χρήσεις (π.χ. φυλακές) και που τώρα στεγάζουν στα ίδια κελιά τα σώματα των μαθητών και σε πείσμα όλων μας - κι ευτυχώς - όχι το μυαλό τους, ούτε την ψυχή τους! (Άραγε, αυτό να εννοούσε ο Β. Ουγκώ, όταν το 1847 έλεγε: «Εκεί που ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μια φυλακή;;»). Το ομοιόμορφο γκρίζο συνεχές των ακαλαίσθητων τσιμεντένιων σχολικών κτιρίων χωρίς ίχνος πρασίνου, ενοχοποιείται, κατά τον Pain, για την έξαρση της επιθετικότητας των παιδιών, αφού ούτε εκεί μπορούν να ηρεμήσουν ψυχικά. Εξαγριώνονται. Και η βία δεν μένει «εντός των τειχών» του σχολείου. εκλύεται στην κοινωνία.

            Αυτό ακριβώς το σχολείο καλείται να απορροφήσει τις παθολογικές συμπεριφορές (πώς να μπορέσει άραγε;) που μεταφέρουν τα παιδιά από τις διαλυμένες οικογένειες, από ένα σπίτι «ξενοδοχείο», από την απουσία γονεϊκών προτύπων και η, από αυτή απορρέουσα, υιοθέτηση λάθος, ανάξιων γι’ αυτούς, προτύπων σε μια προσπάθειά τους να κρατηθούν από κάπου. Αυτή η αναζήτηση, άλλωστε, είναι στη φύση των νέων. Και σ’ αυτό το σπίτι ο νέος μας ασφυκτιά. Ζουν τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης και διαπιστώνουν πως αυτή ήρθε ως αποτέλεσμα της ηθικής, πολιτισμικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Βλέπουν τον πατέρα άνεργο, με την αγωνία και την απογοήτευση στα μάτια του. Τη μάνα να μην έχει τα απαραίτητα για να την πεις «νοικοκυρά», αφού δυσκολεύονται ακόμα και για τα απαραίτητα. Εχθρεύονται και επιτίθενται σε όποιον «εκπροσωπεί» - κατά μια σουρρεαλιστική ερμηνεία – τον εργοδότη του πατέρα τους, το Super market της μάνας τους, την εξουσία, τους νόμους. Αμφισβητούν και βιαιοπραγούν. Βλέπουν τους «άλλους», τους γονείς των 15ρηδων, 16ρηδων που δημιούργησαν το αδιέξοδο. Αυτούς που δεν αντιστάθηκαν ώστε να μην φτάσουμε εδώ που φτάσαμε. Όλοι βυθισμένοι μέσα στο έχει τους. Στους παχυλούς μισθούς τους, γιατί όχι και στις λαμογιές τους». (Θ. Βαλτινός, Ελευθεροτυπία 17.5.2009). Οι πρώτοι λοιπόν με το αίσθημα της αδικίας, με τάσεις μειονεξίας και χαμηλή (ίσως) αυτοεκτίμηση και οι «άλλοι» με τάσεις ανωτερότητας, υπερφίαλοι, οι «έχοντες»! Και το σχολείο αρένα! Και οι μεν και οι δε, ό,τι βιώνουν και συσσωρεύουν ως ατμόσφαιρα στο σπίτι, το μεταφέρουν στο σχολείο και δημιουργούνται συγκρούσεις. Το όλο κλίμα υποδαυλίζει μια – για πολλούς – απενοχοποιημένη συσκευή: Η τηλεόραση! Φτηνή οικονομικά και φτηνή ποιοτικά, άρα με εύπεπτα προγράμματα, γίνεται η διέξοδος των νέων, αφιερώνοντάς της μάλιστα πολλές ώρες. Βλέπουν και ζηλεύουν την φανταχτερή ζωή ενός κατασκευασμένου κόσμου που τους προβάλλουν και ονειρεύονται. Ονειρεύονται το φανταχτερό χρώμα ενός ανέφικτου κόσμου, μιας ανέφικτης πραγματικότητας. Κάποιοι αφιονίζονται και προσπερνούν τα φαινόμενα διαφθοράς και διασπάθισης του δημόσιου χρήματος, την ατιμωρησία των πολιτικών, την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους, ακόμα και τους «φουσκωμένους» λογαριασμούς που έρχονται στο σπίτι τους (είναι υπόθεση… άλλων!). Αλλάζουν καρέκλα και πηγαίνουν στον υπολογιστή τους. Το διαδίκτυο προσφέρει αχυράνθρωπους. Εικονικές σχέσεις, διαδικτυακοί φίλοι, που τους τονώνουν την αυτοεκτίμηση με “like”, διαδικτυακός έρωτας, ακόμα και διαδικτυακοί γονείς. «Σου έστειλα mail ότι θα αργήσουμε να γυρίσουμε με τον μπαμπά σου στο σπίτι. Εντάξει; Να πέσεις νωρίς για ύπνο. Φιλιά!!!». Ευτυχώς οι περισσότεροι όταν ξυπνήσουν – και θα ξυπνήσουν – εκρήγνυνται! Οι νέοι έχουν πολύ δυνατό ένστικτο!

            Οι έντονες ανακατατάξεις που βιώνουν οι νέοι, ανατρέπουν τις παραδοσιακές αξίες και τους οδηγούν σε μια γενικευμένη αμφισβήτηση προσώπων και θεσμών. Αρχίζοντας από την οικογένεια και το Σχολείο. Είμαστε κι εμείς υπεύθυνοι για την συμπεριφορά τους. «Δώστε μας ένα ζευγάρι, μεταχειρισμένα έστω, ιδανικά», φώναζαν οι νέοι της Γαλλίας το ’68. Το ίδιο μας φωνάζουν και σήμερα. Απλά, τους έχουμε δαιμονοποιήσει και τους χτυπάμε. Ξεχνάμε πως είναι εικόνα μας και εικόνα της κοινωνίας μας! Δαιμονοποιήσαμε ακόμα και τον δυναμισμό τους, «ο οποίος αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο, χαρακτηριστικό του ανθρώπου και της κοινωνικής ζωής, βασικό στη διαδικασία ανάπτυξης και ενηλικίωσης του ατόμου. Η σύγκρουση είναι κάτι φυσιολογικό. Η ολοκληρωτική απουσία της μπορεί να δηλώνει αδιαφορία, αποξένωση, καταπίεση». (site Εκπαίδευση και Αγωγή Υγείας). Τους φοβόμαστε και θέλουμε να τους ναρκώσουμε πνευματικά και ιδεολογικά, επιδιώκοντας τον «ευνουχισμό» τους. Και όσο θα προσπαθούμε, τόσο οι νέοι θα εκδηλώνονται βίαια προς πάσα κατεύθυνση. Εύστοχα ο Καθηγητής Εγκληματολογίας κ. Γιάννης Πανούσης διαπιστώνει: «Υποβαθμισμένη ζωή, υποβαθμισμένο σχολείο, υποβαθμισμένα όνειρα, κοινωνικός αποκλεισμός, ανασφαλής ζωτικός χώρος επιβίωσης, πανοπτική κοινωνία γενικής και ειδικής παρακολούθησης, όλα αυτά και όλοι αυτοί τους κρύβουν τον ήλιο του μέλλοντός τους. Και – ως γνωστόν – χωρίς φως (ή προσδοκία φωτός) χάνει την αξία του οποιοσδήποτε αγώνας (στην τάξη και στη ζωή)». Φίλοι μου, ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας.                

 

           

 

 

                

Διαβάστε επίσης