Σοβαρή η κρίση ρευστότητας

του πέτρου Δούκα *

Οι επιχειρήσεις που θέλουν να επιβιώσουν σε δύσκολα ανταγωνιστικά περιβάλλοντα, θα πρέπει να επαναθεωρήσουν αρκετές οικονομικές αρχές τους. Κατά κύριο δε λόγο, θα χρειαστεί να επανεξετάσουν τις χρηματοοικονομικές τους στρατηγικές. Το παγκόσμιο τοπίο, την άποψη αυτή, δεν χαμογελά. Η ταχύτητα με την οποία κινείται και κυκλοφορεί από χέρι σε χέρι και από λογαριασμό σε λογαριασμό το χρήμα στην αγορά –το λεγόμενο velocity of money– είναι καθοριστικότατος παράγοντας του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης. Όσο πιο αργά, τόσο βραδύτερη και η ανάπτυξη.

Πολλοί διερωτώνται γιατί δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου ρευστότητα στην αγορά στην Ελλάδα, είναι δε πολύ περιορισμένη και στο εξωτερικό. Για τους εξής απλούς λόγους –που, δυστυχώς, ελάχιστοι αντιλαμβάνονται, παρά την απλότητά τους:

*Η αγορά και το χρήμα, για να κινηθούν, χρειάζονται κλίμα εμπιστοσύνης. Ξοδεύω γιατί υπολογίζω εύλογα (και όχι σαν χαζοχαρούμενος) ότι και εγώ θα έχω μία ροή εσόδων που θα αποπληρώνει αυτά που ξοδεύω. Σε περιόδους οικονομικής παρακμής, οι περισσότεροι κουμπώνονται οικονομικά για να μπορούν να αντιμετωπίσουν σοβαρότερες και επιτακτικότερες ανάγκες.

*Η συνεχής υπερφορολόγηση μεταφέρει πόρους από τον ταχυκίνητο ιδιωτικό στον βραδυκίνητο και αναποτελεσματικότατο δημόσιο τομέα, με αποτέλεσμα το χρήμα να μην «αυγατίζει» με ικανοποιητικούς ρυθμούς.

*Το κυνηγητό με τα «πόθεν έσχες» προβληματίζει όποιον θα έκανε μεγαλύτερες δαπάνες γιατί είναι κάτι σαν προσκλητήριο για φορολογικούς ελέγχους και άντε μετά να βγάλεις άκρη! Έτσι, τα «πόθεν έσχες» λειτουργούν ανασχετικά και επιβραδυντικά στις δαπάνες και την κυκλοφορία του χρήματος.

*Η παγκόσμια οικονομία είναι υπερχρεωμένη. Το παγκόσμιο ΑΕΠ (global GDP) είναι περίπου 80 τρισεκατομμύρια δολλάρια. Όμως, το συνολικό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος υπολογίζεται στα 240-250 τρισεκατομμύρια δολλάρια –μία σχέση 3:1. Αυτό είναι αποτέλεσμα της υπερχρέωσης του δημόσιου τομέα των περισσότερων κρατών, αλλά και των «animal spirits», ήτοι της υπεραισιοδοξίας των ανθρώπων στον ιδιωτικό τομέα, όπως την περιέγραψε ο μέγας οικονομολόγος John Maynard Keynes.

Βέβαια, ο Keynes είχε προτείνει την αύξηση των κρατικών δαπανών σε μία ειδική περίπτωση όπου οι οικονομίες βρισκόντουσαν σε μία κατάσταση liquidity trap, χωρίς να είναι ήδη ελλειμματικές και υπερχρεωμένες, και όχι σαν λύση «πασπαρτού» όπως νομίζουν οι απανταχού Κεϋνσιανοί που δεν έχουν δει ούτε το εξώφυλλο των έργων του (λες και το πολιτικό σύστημα θα άφηνε μια τέτοια ευκαιρία για παροχές αναξιοποίητη –όπως και έγινε).

Επίσης, το γεγονός ότι για 70-71 χρόνια δεν είχαμε κάποιον γενικευμένο πόλεμο που όχι μόνον να καταστρέφει ανθρώπους αλλά και να μηδενίζει τα χρέη και τις οικονομικές υποχρεώσεις του ενός προς τον άλλον, είναι στοιχείο που επιδεινώνει την ρευστότητα. Έτσι, τα EBITDA (η κερδοφορία) που δημιουργούν τα εργοστάσια, τα ακίνητα, τα μηχανήματα, κλπ, δεν επαρκούν για να εξυπηρετηθεί ένας τεράστιος όγκος χρέους, δημόσιος και ιδιωτικός.

Και, φυσικά, όσο λιγότερα δάνεια (με τους τόκους τους) αποπληρώνονται, τόσο λιγότερα είναι και τα κεφάλαια που θα μπορούσαν να ξαναδιατεθούν στην αγορά –δηλαδή, τα δάνεια που δεν αποπληρώνονται είναι κεφάλαια που ουσιαστικά «καταστράφηκαν» και δεν μπορούν να «ανακυκλωθούν».

Υπάρχει επίσης και η αυστηροποίηση των κανόνων όσον αφορά τον υπολογισμό της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών. Σήμερα, οι τράπεζες απαιτείται να έχουν πολλά περισσότερα κεφάλαια για να κάνουν τις ίδιες δουλειές που έκαναν στο παρελθόν. Παράλληλα, παρατηρείται αυστηροποίηση των κανόνων και των ελέγχων για το άνοιγμα λογαριασμών καταθέσεων, μεταβιβάσεων κεφαλαίων, κλπ. Γι αυτό, παρά το ότι οι Κεντρικές Τράπεζες έχουν μειώσει τα προεξοφλητικά τους επιτόκια στο 0% ή και σε αρνητικά επίπεδα, οι εμπορικές τράπεζες δεν προσφέρουν ρευστότητα, γιατί θα πρέπει να δανείσουν σε ήδη υπερχρεωμένες επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Για παράδειγμα, η τράπεζα Α θα πρέπει να δανείσει στην επιχείρηση Β (που είναι ήδη υπερχρεωμένη), ώστε αυτή να μπορεί να παρέχει κάποιες πιστωτικές διευκολύνσεις στους Γ πελάτες της (που όμως και αυτοί είναι υπερχρεωμένοι), κ.ο.κ. Γι αυτό δεν κινείται το χρήμα, όσο χαλαρή πολιτική και αν ακολουθούν οι Κεντρικές Τράπεζες.

Όπως είχα αναφέρει σε ηλεκτρονική αλληλογραφία, στις 25 Μαρτίου 2015, που είχα με τον Steve Hanke, τον περίφημο καθηγητή Οικονομικών του πανεπιστημίου John Hopkins στην Βαλτιμόρη (σε αυτό σπούδασε Ιατρική ο παππούς μου) για ένα άρθρο του με θέμα «The Superior Monetary Approach Theory and the Most Recent Hanke-Walters WSH series on property taxes», η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να ανατρέψει επιπόλαιες και αντιαναπτυξιακές πολιτικές ανάξιων κυβερνήσεων.

Όταν μία κυβέρνηση ασχολείται μόνον με την αναδιανομή του πλούτου, αντί με την παροχή κινήτρων, διευκολύνσεων και υποδομών για την δημιουργία πλούτου και για δημιουργική εργασία, τί να σού κάνει η κακομοίρα η νομισματική πολιτική; Σίγουρα από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει πλούτο. Μπορεί, βέβαια, να συμβάλει στην αίσθηση σταθερότητας, στην καταπολέμηση του πληθωρισμού και στην σταθεροποίηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος, αλλά δεν μπορεί να ανατρέψει αναξιοκρατικές, αντιαναπτυξιακές, ισοπεδωτικές και κρατικιστικές επιλογές.

Γι αυτό, παρά την συνεχή αύξηση της προσφοράς χρήματος από τις Κεντρικές Τράπεζες, οι οικονομίες δεν λένε να πάρουν μπρος. Είναι σαν να προσπαθούν να βάλουν μπρος μία μηχανή που έχει «στολάρει» περιλούζοντάς την με κουβάδες βενζίνης –και αυτά χωρίς να αναφέρουμε τα τεράστια ανοίγματα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης των περισσότερων κρατών (των ΗΠΑ ίσως ξεπερνά τα 30 τρισεκατομμύρια δολλάρια).

Λύσεις υπάρχουν, αλλά θα πάρουν καιρό να εντοπισθούν, να γίνουν αποδεκτές και να εφαρμοστούν. Και ας μην ξεχνάμε αυτά που δίδασκε ο Πλάτωνας στους Νόμους: «αλγεινόν το άριστον» –δηλαδή, οι καλύτερες λύσεις είναι πολύ επίπονες.

 

* Πρών υφυπουργός Οικονομικών και πρόεδρος της Capital Partners SA

 

 

 

 

Διαβάστε επίσης