Αγωγή εναντίον του οίκου μόδας Hermes κατέθεσαν μια γυναίκα κι ένας άνδρας στην Καλιφόρνια υποστηρίζοντας ότι η εταιρεία δεν τους επιτρέπει να αγοράσουν τσάντα Birkin αν προηγουμένως δεν έχουν αγοράσει άλλα προϊόντα της.
Στην αγωγή κατά της Hermes αναφέρεται ότι οι πελάτες/ισσες του οίκου υποχρεούνται ουσιαστικά να δαπανήσουν δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε μαντίλια, παπούτσια και ζώνες μόνο και μόνο για να αποκτήσουν την ευκαιρία να αγοράσουν μια από τις πιο πολυπόθητες γυναικείες τσάντες στον κόσμο.
Μια από τις ενάγουσες, η Τίνα Καβαλέρι, υποστηρίζει στην αγωγή ότι το 2022 διερεύνησε αν μπορεί να αγοράσει μια τέτοια τσάντα από την γαλλική εταιρεία και η απάντηση που έλαβε ήταν ότι “οι ιδιαίτερες τσάντες πηγαίνουν σε πελάτισσες που στηρίζουν σταθερά την επιχείρησή μας”.
Η υπερβολικά περιορισμένη έκδοση της χειροποίητης δερμάτινης τσάντας, η οποία εμπνεύστηκε από την Γαλλοβρετανίδα εκλιπούσα ηθοποιό Τζέιν Μπίρκιν, έχει γίνει συνώνυμο της πολυτέλειας και της αποκλειστικότητας και η τιμή πώλησής της ξεκινάει από τα 10.000 δολάρια και ξεπερνά το ένα εκατομμύριο.
Οι τσάντες αυτές, τις οποίες προτιμούν διασημότητες όπως η Κλόε Καρντάσιαν, η Τζένιφερ Λόπεζ και η Βικτόρια Μπέκαμ, δεν εκτίθενται και δεν μπορούν να παραγγελθούν διαδικτυακά.
“Οι περισσότερες πελάτισσες δεν πρόκειται να δουν μια τσάντα Birkin σε ένα κατάστημα λιανικής του Hermes. Συνήθως, μόνο εκείνες που κρίνονται άξιες να αγοράσουν μια τσάντα Birkin θα την δουν (σε ένα ιδιωτικό χώρο). Ο εκλεκτός πελάτης θα έχει την ευκαιρία να αγοράσει τη συγκεκριμένη Birkin που θα του δείξουν. Δεν υπάρχει τρόπος να παραγγείλεις μια τσάντα στο στυλ, το μέγεθος, το χρώμα, το είδος δέρματος και στο υλικό που επιθυμείς”, σημειώνεται στην αγωγή.
Η αγωγή, η οποία ζητεί άγνωστου ύψους αποζημίωση, αναφέρει ότι οι πωλητές δεν παίρνουν προμήθεια για την πώληση μιας Birkin, αλλά παίρνουν 3% επί της πώλησης άλλων αντικειμένων της Hermes.
“Τους κατευθύνει η εναγόμενη (εταιρεία) να χρησιμοποιούν τις τσάντες Birkin ως τρόπο για να πείσουν τους πελάτες να αγοράσουν άλλα προϊόντα”, σημειώνει η αγωγή καλώντας και άλλους να συμμετάσχουν ομαδικά. Επιπλέον, όπως υποστηρίζεται σε αυτήν, η συγκεκριμένη πρακτική της εταιρείας αντιτίθεται στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία γιατί αυξάνει με τεχνητό τρόπο το κόστος ενός προϊόντος.