Μιά ανάγνωση της ενότητας ποιημάτων
Οι δώδεκα ανάσες του χρόνου-«Μηνολόγιο»
από τη συλλογή «Χρονοσυλλέκτης» του Τάσου Πορφύρη
Όπως οι μοναχοί με προσευχή, στο κομποσκοίνι τους μετρούν τον χρόνο, όπως οι γλύπτες με τη σμίλη τους δίνουν μορφή στην ύλη κι οι πελεκάνοι μάστορες κεντούν με το καλέμι, ό,τι απ' τα σπλάχνα γέννησε η πέτρινη πατρίδα, έτσι κι ο ποιητής, με της ψυχής του τα σκιρτήματα, πνοής φωνήματα, γεννά και γράφει.
Στο «Μηνολόγιο» ο Tάσος Πορφύρης, ως έχων μνήμη καταγωγής, τέμνει τον χρόνο, αποδίδοντας ποιητικά, ό,τι μας κληροδότησε η παράδοση κι αναδημιούργησε ταπεινά η προσωπική του μυθολογία. Λαξεύοντας τις λέξεις, -αγκωνάρια της παλιάς πατρίδας- ορίζει το κείμενό του με των μηνών τα έργα κι ανοίγεται δημιουργικά στον κόσμο της χωροχρονικής περιπλάνησης, ως μύστης κι οραματιστής της γενέθλιας γης. Πλαταίνουν μέσα του τα πράγματα κι αυτός, κρατώντας για τον εαυτό του της τέχνης τα φαρμάκια, προσφέρει στον καθένα ό,τι πολυτιμότερο εξορύσσει απ' τα κοιτάσματα της ευαισθησίας του.
Αναμιμνησκόμενος κι αναμετρούμενος με τα πλοκάμια του χρόνου, αποθέτει ως άλλος Ιούλιος, ζεστός και τρυφερός μαζί, τα πολύτιμα δώρα του. Τα κύματα της νοσταλγίας, μιά τον ανεβάζουν στους ουρανούς της γλυκιάς αναπόλησης και μιά τον επαναφέρουν στο μέτρο της σκληρής πραγματικότητας. Ενθυμούμενος τα έθιμα της γενέτειράς του και γράφοντας γι' αυτά, σμιλεύει τον χρόνο με το δικό του τρόπο, αναζητώντας μέσα από τα πράγματα του μύθου και της ιστορίας, την αθωότητα της παιδικής ηλικίας. Απαντά έτσι, στα ερωτήματα που έθεσαν οι φιλόσοφοι για τον χρόνο, με τον τρόπο που απάντησαν οι πρόγονοί του, αφουγκραζόμενοι τη φύση. Εκείνοι, ως μέτοχοι των αενάως επαναλαμβανόμενων πραγμάτων, έζησαν με την πνοή και τη θέρμη της μάνας γης, ταπεινοί κι ελεύθεροι, στο καθήκον ταγμένοι, διδάσκοντας ήθος με το παράδειγμα του βίου τους. Αυτός, ως υποκείμενο του σύγχρονου κόσμου, απαντά στο αίνιγμα του χρόνου, θέτοντας τη μνήμη, ως ασφαλή οδηγό στο ταξίδι της ζωής.
Δημήτρης Παπανικολάου, μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου
ΑΠΡΙΛΙΟΣ-ΑΠΡΙΛΗΣ-ΜΟΥΝΥΧΙΩΝ
Η φύση ξαναστρώνει τα πολύχρωμα χαλιά της
πού ’χε δώσει για φύλαξη στα υπόγεια του χειμώνα.
Σπαρτά κυματίζουν στον σιτοβολώνα της μνήμης.
Ίχνη από χελιδονοφωλιές σε παλιά σπίτια,
ακριβά αποτυπώματα περασμένων Ανοίξεων.
Σκληρός και ξανθός Απρίλης, ο Ιανός της ποίησης.
Ώ γλυκύ μου έαρ!
Στις εκκλησιές ο Επιτάφιος θρήνος
στις μώβ κουτσουπιές το Θείο πένθος
και στις λαγκαδιές ανθισμένες παπαρούνες από το αίμα του Άδωνη.
ΙΟΥΝΙΟΣ-ΙΟΥΝΗΣ, ΘΕΡΤΗΣ ή ΘΕΡΙΣΤΗΣ-ΣΚΙΡΟΦΟΡΙΩΝ
Δρεπάνια σε μουσεία κεφαλοχωρίων, πλάι σε άλλα σκεύη παρωχημένων χρήσεων.
Κοντά σ’ ασπρόμαυρες φωτογραφίες.
Μαχαίρια για τη μπομπότα, το χοιρομέρι, τα τυριά τις πίτες.
Αξημέρωτα για το θέρο.
Στο σαμάρι της φοράδας-της Μπάλιας-, δρεπάνια, βούρλα για τα δεμάτια,
φέτα στο κλειδοπίνακο, 1 σιουρμπέτι 2 στο γυαλί, μπατσαριά 3 στο τεψί,
ψωμί στην πετσέτα, νερό στην ντρεβενίτσα
και μια τσέργα 4 για τον μεσημεριανό ύπνο στον ίσκιο της γκορτσιάς.
Κι άσπρα μεγάλα καθαρά μαντίλια
για να προφυλάσσουν το πρόσωπο απ’ τον καλοκαιριάτικο ήλιο
κι ο ιδρώτας να τσούζει τα μάτια ή τα δάκρυα;
Τι σεντούκια της μνήμης που μοσχοβολάνε ανοίγω τώρα Μάνα;
«Καιρός του σπείρειν και καιρός του θερίζειν».
Ξύλινο κλειστό πιάτο
Ξυνόγαλα
Χορτόπιτα χωρίς φύλλο
Σκληρή κουβέρα από γίδινο μαλλί
ΙΟΥΛΙΟΣ-ΙΟΥΛΗΣ και ΑΛΩΝΑΡΗΣ-ΕΚΑΤΟΜΒΑΙΩΝ
Τ’ άλογα στ’ αλώνι να ξεσπυρίζουν τα δημητριακά με τα πέταλά τους,
αψιά μυρωδιά του άχυρου που σαν τελείωνε τ’ αλώνισμα
το σπρώχναμε με τα δικέλια στην καλύβα.
Παιχνίδια κρυφτού κάτω απ’ τ’ άχυρα,
ρόδινες σάρκες με τον τραγοπόδαρο στην οροφή να χαμογελάει: βαθιά βλέμματα.
Το απόγευμα λίχνισμα του καρπού να πάρει ο άνεμος τα φλούδια
και οι σπουργίτες «τα στρουθία του Παπαδιαμάντη»
κοπάδια στις βουζιές 1 ένα γύρω.
Κουβάλημα του καρπού στ’ αμπάρια
κι ο ύπνος χορταστικός χωρίς τον εφιάλτη της πείνας.
κουφοξυλιές