Από τις 3 Ιουλίου του 1908 μέχρι και σήμερα ο Δίσκος της Φαιστού παραμένει ένα από τα μυστήρια της αρχαιολογίας, καθώς δεν έχει επιβεβαιωθεί με σιγουριά ούτε ο σκοπός της κατασκευής του ούτε και το νόημα των αναγραφομένων σε αυτόν.
Ανακαλύφθηκε από τον Ιταλό αρχαιολόγο Λουΐτζι Περνιέ στο υπόγειο του δωματίου XL-101 του Μινωικού παλατιού της Φαιστού, κοντά στην Αγία Τριάδα, στη νότια Κρήτη και φυλάσσεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου. Είναι φτιαγμένος από πηλό, ενώ η μέση διάμετρός του είναι περίπου 16 εκατοστά και το μέσο πάχος του 1 εκατοστό.
Η δεύτερη όψη του δίσκου
Βρέθηκε στο κύριο κελί ενός υπόγειου «αποθετηρίου ναού». Αυτά τα βασικά κελιά, προσβάσιμα μόνο από πάνω, καλύπτονταν τακτοποιημένα με ένα στρώμα λεπτού σοβά. Το περιεχόμενό τους ήταν φτωχό σε πολύτιμα αντικείμενα, αλλά πλούσιο σε στάχτη, αναμεμειγμένα με καμένα οστά βοοειδών. Στο βόρειο τμήμα του κυρίου κελιού, στην ίδια μαύρη στρώση, λίγα εκατοστά νοτιοανατολικά του δίσκου και περίπου 20 εκατοστά (51 εκατοστά) πάνω από το δάπεδο, βρέθηκε επίσης ένα πλακίδιο σε Γραμμική Α', το οποίο αριθμήθηκε ως PH 1. Ο χώρος προφανώς κατέρρευσε ως αποτέλεσμα σεισμού, ενδεχομένως συνδεόμενου με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης που έπληξε μεγάλα τμήματα της περιοχής της Μεσογείου κατά τη διάρκεια της μέσης δεύτερης χιλιετίας π.Χ.
Στις δύο όψεις του βρίσκονται 45 διαφορετικά σύμβολα, πολλά από τα οποία αναπαριστούν εύκολα αναγνωρίσιμα αντικείμενα, όπως ανθρώπινες μορφές, ψάρια, πουλιά, έντομα, φυτά κ.ά. Συνολικά υπάρχουν 241 σύμβολα, 122 στην μία πλευρά και 119 στην άλλη, τοποθετημένα σπειροειδώς. Τα σύμβολα είναι χωρισμένα σε ομάδες με τη χρήση μικρών γραμμών που κατευθύνονται προς το κέντρο του Δίσκου.
Ο δίσκος έχει κεντρίσει τη φαντασία πολλών αρχαιολόγων, επαγγελματιών και μη, και έχουν γίνει αρκετές προσπάθειες αποκρυπτογράφησής του. Έχουν προταθεί πάρα πολλές ερμηνείες του κειμένου του, όπως ότι πρόκειται για προσευχή, για τη διήγηση μίας ιστορίας, για ένα γεωμετρικό θεώρημα, για ημερολόγιο κ.ά..