Το ίνδαλμά του από μικρή ηλικία ήταν ο Τσάρλι Τσάπλιν, στην πραγματικότητα, όμως, οι καταβολές του ήταν «κωμικές», όπως μαρτυρούσαν τα διαρκή καλαμπούρια και οι μιμήσεις δασκάλων του στο σχολείο. Γεννημένος και μεγαλωμένος στη Λεμεσό, ο Σωτήρης Μουστάκας είδε σαν ευκαιρία ζωής, ως έφηβος, την άφιξη στην πόλη του Νίκου Σταυρίδη, στο πλαίσιο περιοδείας του θιάσου του.
Μετά το τέλος της παράστασης και ενώ όλοι ζητούσαν αυτόγραφα από τον Σταυρίδη, ο Μουστάκας τον πλησίασε και τον μιμήθηκε σε μια σκηνή από την παράσταση, λέγοντάς του ότι θέλει να γίνει και αυτός ηθοποιός. Ο Σταυρίδης εντυπωσιάζεται. «Καλός είσαι. Να έρθεις στην Ελλάδα, να σπουδάσεις σε σχολή. Και να έρθεις να με βρεις», του απαντά ο μεγάλος Έλληνας κωμικός.
Πράγματι, το 1958, ο Μουστάκας αφήνει τη γενέτειρά του για την Αθήνα και ακολουθεί τη συμβουλή του Σταυρίδη. Δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αποτυγχάνει όμως με την πρώτη απόπειρα, πιάνει δουλειά ως σερβιτόρος και παράλληλα διαβάζει για την εισαγωγή του στην Ανωτάτη Βιομηχανική.
Οι γνώσεις που αποκτά στα οικονομικά, πάντως, δεν θα του χρειαστούν. Με τη δεύτερη απόπειρα καταφέρνει να μπει στο Εθνικό και η αντίστροφη μέτρηση για την καθιέρωση ενός εκ των μεγαλύτερων ηθοποιών στην Ελλάδα ξεκινάει.
Το ντεμπούτο του στο σανίδι έγινε το 1962 με το θίασο Αναλυτή – Ρηγόπουλου στο «Μια πόρτα δραχμές 500». Ο ρόλος του ομοφυλόφιλου που υποδύεται – απλώς τρώγοντας πασατέμπο και τραγουδώντας «εκεί ψηλά στον Υμηττό» – είναι σύντομος, αλλά αποσπά ξέφρενα χειροκροτήματα και μεταξύ άλλων «μαγεύει» και τον Μιχάλη Κακογιάννη.
Αρκεί δηλαδή για να του προτείνει ο συμπατριώτης του σκηνοθέτης μια θέση στο καστ της μεγάλης διεθνούς παραγωγής που ετοιμάζει. Είναι φυσικά ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Νίκου Καζαντζάκη (1964) και ο 24χρονος τότε Μουστάκας παίρνει το ρόλο του «τρελού του χωριού», κάνοντας ένα αξέχαστο και απολύτως επιτυχημένο κινηματογραφικό ντεμπούτο.
Προτάθηκε για Όσκαρ, αλλά…
Αν και πρωτάρης στο πανί, ο Μουστάκας παίζει με τόση μαεστρία τον Μιμυθό, που προτείνεται από τους Αμερικανούς παραγωγούς της ταινίας για το Όσκαρ του Β’ Ανδρικού Ρόλου.
Είναι μια σχετικά άγνωστη ιστορία, που «φώτισε» το ντοκιμαντέρ της «Μηχανής του Χρόνου», το Μάιο του 2019. Όπως φαίνεται μετά το 15:35 λεπρό του βίντεο, η υποψηφιότητα κόπηκε για… δύο λεπτά! Τόσα παραπάνω έπρεπε να εμφανιστεί ο Μουστάκας στην ταινία, για να πιάσει το μίνιμουμ όριο χρόνου για διεκδίκηση Όσκαρ. Χρόνια αργότερα, τα 30 λεπτά που είχε ορίσει ως όριο η Ακαδημία στο καταστατικό της, έγιναν… οκτώ.
Από τη διεθνή προβολή του «Ζορμπά» ο Μουστάκας εξασφαλίζει πρόσκληση για το Hollywood, καθώς η Fox του προτείνει συμβόλαιο για να παίξει σε μια ταινία με τον Μάικλ Κέιν.
Ο ίδιος είχε χαρακτηρίσει την άρνησή του ως μια «μεγάλη χαμένη ευκαιρία», καθότι προτίμησε τότε το θέατρο και την παράσταση «Μία Ιταλίδα στην Κυψέλη».
Παρεμπιπτόντως, το χρονικό όριο στην ίδια ταινία έπιασε η Ρωσίδα, Λίλα Κέντροβα, που προτάθηκε και κατέκτησε το Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου, υποδυόμενη τη μαντάμ Ορντάνς.
Ο «Αλέξης Ζορμπάς» κέρδισε άλλα δύο Όσκαρ, αυτά της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και της φωτογραφίας (για ασπρόμαυρη ταινία), ενώ αποτελεί μάλλον ιστορική «ανορθογραφία» για το θεσμό ότι δεν κέρδισε και αυτό της μουσικής για το συρτάκι του Μίκη Θεοδωράκη.
Για την ιστορία, το Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου το 1964, κέρδισε ο Πίτερ Ουστίνοφ για την ερμηνεία του στο «Τοπ Καπί» του Ζιλ Ντασέν.
Ο Ζορμπάς μπορεί να μην χάρισε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ στον Σωτήρη Μουστάκα, ήταν όμως το διαβατήριο για να γνωρίσουν κόσμος και κριτικοί ένα νέο μεγάλο υποκριτικό ταλέντο και τελικά το εφαλτήριο για μια λαμπρή καριέρα, που θα αναδείκνυε τον Μουστάκα σε κορυφαίο κωμικό της γενιάς του στο θέατρο και την επιθεώρηση.
Το ίδιο θα είχε συμβεί και στον κινηματογράφο, αν η ολοκλήρωσή του ως καλλιτέχνη δεν συνέπιπτε χρονικά με τις «φτηνές» κινηματογραφικές παραγωγές και την trash αισθητική του βίντεο, που κυριάρχησαν για αρκετά μεγάλη περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του ’80.
Και πάλι, όμως, ποιος δεν θυμάται τον χαρισματικό ηθοποιό να παίρνει ένα ασήμαντο ρόλο σε μια βιντεοκασέτα και να τον μετατρέπει στον μοναδικό – και ταυτόχρονα ακαταμάχητο – λόγο για να τη δεις.