Οι άνθρωποι που καταναλώνουν το πρώτο γεύμα της ημέρας πριν τις 8.30 το πρωί έχουν χαμηλότερα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και μικρότερη αντίσταση στην ινσουλίνη, στοιχεία που θα μπορούσαν να μειώσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Ενδοκρινολογικής Κοινότητας (ENDO 2021).
«Διαπιστώσαμε ότι οι άνθρωποι που ξεκινούσαν να τρώνε νωρίτερα μέσα στην ημέρα είχαν χαμηλότερα επίπεδα σακχάρου και μικρότερη αντίσταση στην ινσουλίνη, ανεξάρτητα από το αν περιόριζαν την πρόσληψη τροφής τους σε λιγότερες από 10 ώρες την ημέρα ή την ‘άπλωναν’ σε περισσότερες από 13 ώρες», εξήγησε σχετικά η επικεφαλής ερευνήτρια, Marriam Ali από το Πανεπιστήμιο Northwestern.
Η αντίσταση στην ινσουλίνη παρατηρείται όταν το σώμα δεν ανταποκρίνεται καλά στην ινσουλίνη που παράγει το πάγκρεας και η γλυκόζη δεν μπορεί να εισέλθει στα κύτταρα. Οι άνθρωποι με αντίσταση στην ινσουλίνη είναι πιθανό να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2. Τόσο η αντίσταση στην ινσουλίνη όσο και τα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα επηρεάζουν τον μεταβολισμό, τη διάσπαση της τροφής σε απλούστερα στοιχεία (πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, σάκχαρα) και τη διάσπαση του λίπους. Οι μεταβολικές διαταραχές όπως ο διαβήτης συμβαίνουν όταν διαταράσσονται αυτές οι φυσιολογικές διαδικασίες.
«Με την αύξηση που παρατηρείται στις μεταβολικές διαταραχές όπως ο διαβήτης, θελήσαμε να επεκτείνουμε τις γνώσεις μας γύρω από τις διατροφικές στρατηγικές με στόχο την αντιμετώπιση της αυξανόμενης ανησυχίας για το θέμα», επισημαίνει η Δρ. Ali. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο περιορισμός του χρόνου κατανάλωσης τροφής μέσα στην ημέρα έχει αποδειχθεί με συνέπεια ως τρόπος βελτίωσης της μεταβολικής υγείας, γι’αυτό και τώρα οι ερευνητές θέλησαν να μάθουν αν η κατανάλωση τροφής νωρίτερα το πρωί επηρεάζει τα μεταβολικά μέτρα.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 10.575 ενήλικες οι οποίοι συμμετείχαν στην Εθνική Έρευνα Υγείας και Διατροφής των ΗΠΑ, χωρίζοντάς τους σε τέσσερις ομάδες ανάλογα με τη συνολική διάρκεια πρόσληψης φαγητού: λιγότερες από 10 ώρες, 10-13 ώρες και περισσότερες από 13 ώρες ημερησίως. Στη συνέχεια δημιούργησαν έξι υπο-ομάδες βάσει της αρχικής ώρας κατανάλωσης τροφής (πριν ή μετά τις 8.30 το πρωί).
Ανέλυσαν, λοιπόν, αυτά τα δεδομένα για να προσδιορίσουν αν η διάρκεια και ο χρόνος κατανάλωσης τροφής σχετίζονταν με τα επίπεδα σακχάρου νηστείας στο αίμα και την εκτιμώμενη αντίσταση στην ινσουλίνη. Όπως διαπιστώθηκε, τα επίπεδα σακχάρου νηστείας δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των ομάδων, αλλά η αντίσταση στην ινσουλίνη ήταν υψηλότερη στην ομάδα με την πιο σύντομη διάρκεια κατανάλωσης φαγητού μέσα στην ημέρα και χαμηλότερη σε όλες τις ομάδες ανθρώπων που ξεκινούσαν τα γεύματά τους πριν τις 8.30 το πρωί.
«Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι η ώρα κατανάλωσης φαγητού σχετίζεται πολύ περισσότερο με τη μεταβολική κατάσταση από ό,τι η διάρκεια των γευμάτων και πως πρέπει να υποστηριχθούν οι στρατηγικές πρωινής κατανάλωσης φαγητού», σχολιάζει καταληκτικά η Δρ. Ali.