Σ’ εμάς εναπόκειται ν’ απαιτήσουμε την εν προκειμένω έμπρακτη στήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, τόνισε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Προκόπιος Παυλόπουλος, μιλώντας σε διαδικτυακή εκδήλωση που οργάνωσε το Πανεπιστήμιο Αιγαίου με θέμα «40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες (1981-2021)».
Η ομιλία του κ. Προκοπίου Παυλόπουλου είχε ως θέμα την «Σημασία του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου για την αμυντική θωράκιση των Νησιών του Αιγαίου και για την οριοθέτηση της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο».
Στο πλαίσιο της ομιλίας του ο κ. Προκόπιος Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Κατά την περίοδο των ενταξιακών διεργασιών και διαπραγματεύσεων για την είσοδο της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, με την γνωστή του οξυδέρκεια -και απαντώντας, ευθέως, στις ανιστόρητες αμφισβητήσεις του συνόλου, σχεδόν, της Αντιπολίτευσης της εποχής εκείνης ως προς το μεγάλο εγχείρημα που αφορούσε αυτό τούτο το μέλλον της Χώρας- είχε επισημάνει ότι η συμμετοχή στην «χορεία» των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Οικογένειας συνεπαγόταν πολλαπλά και καθοριστικής σημασίας οφέλη υπέρ της προοπτικής του Τόπου μας και του Λαού μας. Οι ως άνω εκτιμήσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή δικαιώθηκαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, όπως απέδειξαν μετέπειτα τα πράγματα, κυρίως όταν η ΕΟΚ μετεξελίχθηκε σ’ Ευρωπαϊκή Ένωση. Και τούτο διότι πλειάδα διατάξεων τόσο της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) -με πιο ουσιώδεις εκείνες των άρθρων 23 επ. για την Κοινή Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφάλειας- όσο και της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), παρέχει σταθερό έρεισμα και ως προς την υπεράσπιση των Εθνικών Θεμάτων των επιμέρους Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα και υπέρ της Ελλάδας. Υπό το φως της σημερινής συγκυρίας, στον πυρήνα της οποίας βρίσκεται η τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας, είναι λοιπόν χρήσιμο να ερευνηθεί το πώς και γιατί το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο ενισχύουν τις θέσεις μας, ως Κράτους-Μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναφορικά με την θωράκιση των θέσεών μας και υπέρ των Εθνικών μας Θεμάτων. Κατ’ εξοχήν δε αναφορικά από την μια πλευρά υπέρ του αναφαίρετου δικαιώματός μας να θωρακίζουμε όλα, ανεξαιρέτως, τα Νησιά μας στο Αιγαίο. Και, από την άλλη πλευρά, υπέρ του δικαιώματός μας ν’ απαιτήσουμε, όταν το κρίνουμε σκόπιμο, την ευθεία σύμπραξη της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την αυτοτελή της νομική υπόσταση, στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) της Ελλάδας στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ειδικότερα:
Α. Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα -αλλά και την υποχρέωση, αφού τούτο αφορά την προστασία της Ελληνικής Επικράτειας- τόσο για δικό της λογαριασμό όσο και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πλήρες Κράτος-Μέλος της, να θωρακίζει αμυντικώς όλα, ανεξαιρέτως, τα Νησιά της στο Αιγαίο, ανεξαρτήτως της έκτασης του εδάφους τους και του αν κατοικούνται ή όχι.
1. Το δικαίωμα αυτό στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα Κράτους-Μέλους του ΟΗΕ περί «νόμιμης άμυνας» όχι μόνο σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης εναντίον του, αλλά και σε περίπτωση «απειλής χρήσης βίας» ή ακόμη και «επικείμενης απειλής», όπως προκύπτει από την πάγια πρακτική αυτού τούτου του ΟΗΕ. Και είναι δεδομένο ότι η Τουρκία, ιδίως μετά την εισβολή στην Κύπρο το 1974, το εντελώς αυθαίρετο «casus belli» ως προς την επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης και τον σχηματισμό της «Στρατιάς του Αιγαίου», απειλεί διαχρονικώς και ευθέως την Ελλάδα, και με την χρήση βίας -όπως αποδεικνύει, επιπροσθέτως, η πρόσφατη στάση της, μετά την «σύναψη» του λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου»- παραβιάζοντας ευθέως το Διεθνές Δίκαιο και, κατ’ εξοχήν, το Δίκαιο της Θάλασσας κατά την «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982. Σύμβαση, η οποία δεσμεύει και την Τουρκία, μέσω γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.
2. To ίδιο δικαίωμα -άρα και την ίδια υποχρέωση- αντλεί η Ελλάδα και με βάση το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο, σύμφωνα με τις ακόλουθες διευκρινίσεις και υπό τα δεδομένα της διαρκώς εντεινόμενης προκλητικής και επιθετικής συμπεριφοράς της Τουρκίας απέναντί της: Οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), οι οποίες κατοχυρώνουν τις θεσμικές εγγυήσεις ενεργοποίησης της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας», όταν απειλείται Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραπέμπουν ευθέως, ως προς τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης της ρήτρας αυτής, στις προμνημονευόμενες διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Κατά τούτο, οι ως άνω διατάξεις αποτελούν μέρος και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, οπότε η Ελλάδα έχει το δικαίωμα αμυντικής θωράκισης των Νησιών του Αιγαίου εναντίον της τουρκικής απειλής και με βάση το θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κεκτημένου. Επιπλέον, και ενόψει της κατάφωρης τουρκικής προκλητικότητας και ευθείας απειλής εναντίον της, η Ελλάδα δικαιούται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενεργοποίηση της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας», κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ. Προς την κατεύθυνση αυτή η Ελλάδα μπορεί να επικαλεσθεί την πρακτική, η οποία έχει έως τώρα ακολουθηθεί στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την ενεργοποίηση της ως άνω ρήτρας, ιδίως στις σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας.
Β. Είναι θεσμικώς αυτονόητο ότι η Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) των Κρατών-Μελών είναι και ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και, κατ’ επέκταση, πολιτικό- ζήτημα της υποχρέωσης και της μορφής σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της ΑΟΖ κάθε Κράτους-Μέλους κυρίως με τρίτα προς αυτήν Κράτη. Επιπροσθέτως, η σύμπραξη αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται στο σύνολο της διαδικασίας οριοθέτησης της ΑΟΖ με τα τρίτα Κράτη, ήτοι από το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού των εκατέρωθεν ακτών ως το κύριο στάδιο, που καταλήγει στην σύναψη της αντίστοιχης συμφωνίας, ύστερα από την χάραξη, αναλόγως, της μέσης γραμμής ή της μέσης απόστασης μεταξύ των Κρατών, από την εξέταση της ιδιομορφίας της ad hoc περιοχής και από την εντεύθεν αναζήτηση της, επίσης ad hoc, δίκαιης λύσης. Τέλος, η κατά τ’ ανωτέρω σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης νοείται πάντοτε, με την μορφή μιας οιονεί «πρόσθετης παρέμβασης», υπέρ των θέσεων του Κράτους-Μέλους, το οποίο έχει την πρωτοβουλία οριοθέτησης της δικής του ΑΟΖ.
1. Η ανάλυση του ζητήματος μιας τέτοιας σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ καθίσταται εξαιρετικά επίκαιρη κατά την σημερινή κρίσιμη συγκυρία. Τούτο οφείλεται στο ότι πολλαπλασιάζονται, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, τα «κρούσματα» αυθαίρετης ερμηνείας της «Σύμβασης του Montego Bay» του 1982, δημιουργώντας έναν άκρως ορατό και διαβρωτικό κίνδυνο υπό δύο, μάλιστα επόψεις, οι οποίες επενεργούν συμπληρωματικώς: Πρώτον, υπό την έποψη του αυθαίρετου περιορισμού της ΑΟΖ Κρατών-Μελών -δηλαδή της Ελλάδας και της Κύπρου- και, συνακόλουθα, της ΑΟΖ της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, δεύτερον, υπό την έποψη -σε περίπτωση ανοχής έστω και μίας αυθαιρεσίας εν προκειμένω- της δημιουργίας αρνητικού προηγουμένου, ικανού να πλήξει την οριοθέτηση της ως άνω ΑΟΖ σε όλο το φάσμα του θαλάσσιου χώρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πέραν τούτων όμως, η υποχρέωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμπράττει, υπέρ του Κράτους-Μέλους της, στην οριοθέτηση της ΑΟΖ που του αναλογεί προκύπτει, εμμέσως πλην σαφώς, και από το ότι η ίδια έχει προσχωρήσει αυτοτελώς, ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο κατά τις διατάξεις του άρθρου 47 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982, ήδη από τον Απρίλιο του 1998.
2. Την οδό της απαίτησης της ευθείας σύμπραξης -υπό τις προϋποθέσεις που αναλύθηκαν προηγουμένως- της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν ν’ ακολουθήσουν, ιδίως η Ελλάδα και η Κύπρος, κατά την οριοθέτηση της ΑΟΖ, κυρίως με την Τουρκία, όταν μάλιστα η τελευταία φιλοδοξεί να έχει ευρωπαϊκή προοπτική ή, τουλάχιστον, να συνάψει μια ειδική σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, φυσικά υπό τις προϋποθέσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου. Αν μη τι άλλο, υπό την σημερινή εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αναλάβει απέναντι στην Τουρκία και τις δικές της ευθύνες, όταν η τελευταία παραβιάζει -όπως ήδη επισημάνθηκε- καταφώρως το Διεθνές Δίκαιο και, πρωτίστως, την «Σύμβαση του Montego Bay» του 1982 ως προς την οριοθέτηση της ΑΟΖ Κρατών-Μελών της. Δηλαδή, εν τέλει, ως προς την οριοθέτηση της Ευρωπαϊκής ΑΟΖ. Το παράδειγμα του παντελώς ανυπόστατου νομικώς -και, εκ τούτου, μη παράγοντος έννομα αποτελέσματα- λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου» βεβαιώνει του λόγου το ασφαλές.
Γ. Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει, ευχερώς, πως το θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου -και, αυτοθρόως, του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- είναι απολύτως σαφές και επαρκές για να θεμελιώσει και την θέση, ότι εγγυάται και τα προαναφερόμενα Εθνικά μας Θέματα.
1. Με δεδομένο όμως ότι η ως τώρα στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν δείχνει, δυστυχώς, ότι είναι πάντοτε διατεθειμένη, με δική της πρωτοβουλία, ν’ ανταποκριθεί στις κατά τ’ ανωτέρω υποχρεώσεις της απέναντι στην Ελλάδα, καθίσταται προφανές ότι εναπόκειται στην Ελληνική Κυβέρνηση να θέτει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κατά περίπτωση αρμόδια όργανά της προ των ευθυνών τους σε ό,τι αφορά και την αμυντική θωράκιση όλων, ανεξαιρέτως, των Νησιών μας στο Αιγαίο αλλά και την οριοθέτηση της ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Πολλώ μάλλον όταν στο πεδίο αυτό η Ελλάδα δεν ζητεί υπέρ αυτής ένα είδος «προνομιακής» εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αλλ’ ασκεί δικαιώματα, τα οποία ανήκουν και σε κάθε άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας έγκειται στο ότι κανένα άλλο Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πλην φυσικά της Κυπριακής Δημοκρατίας, που βρίσκεται μπροστά σε αντίστοιχα ή και μείζονα προβλήματα- δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει κινδύνους όπως αυτούς, τους οποίους συνεπάγεται η τουρκική προκλητικότητα και παραβατικότητα, εις βάρος του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, στην περιοχή.
2. Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει ν’ αντιληφθεί ότι η Ελλάδα, ασκώντας τα κατά τ’ ανωτέρω δικαιώματά της, προστατεύει και δικά της δικαιώματα και έννομα συμφέροντα, πάντα κατά το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Και μάλιστα εξαιρετικά κρίσιμα δικαιώματα και έννομα συμφέροντα, τα οποία άπτονται του εδάφους, των συνόρων και της ΑΟΖ της ίδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επιπλέον, τ’ αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν, επίσης, ν’ αντιληφθούν ότι η ανοχή της τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικότητας, εις βάρος του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, μειώνει το ίδιο της το κύρος και υποδαυλίζει τις τουρκικές «νεοοθωμανικές φαντασιώσεις». Κάτι το οποίο αποδυναμώνει και τον ευρύτερο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την εμπέδωση της Ειρήνης στην περιοχή, μέσω της επιβολής της Διεθνούς και της Ευρωπαϊκής Νομιμότητας. Πέραν δε τούτων, η ανοχή της τουρκικής προκλητικότητας και παραβατικότητας μπορεί να οδηγήσει στην δημιουργία ενός εξαιρετικά επικίνδυνου προηγουμένου υπονόμευσης των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Κρατών-Μελών της από άλλα, τρίτα, Κράτη, σε όλο το φάσμα του Ευρωπαϊκού χώρου, χερσαίου και θαλάσσιου. Θα ήταν δε ιδιαιτέρως χρήσιμο η Ελλάδα να υπενθυμίζει, διαρκώς, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι δεν είναι διατεθειμένη ν’ ανεχθεί στο μέλλον, για οιονδήποτε λόγο, «επιεική» αντιμετώπιση της Τουρκίας αλλά πιο «αυστηρή» αντιμετώπιση άλλων, τρίτων, «παραβατικών» Κρατών. Με άλλες λέξεις, η Ελλάδα πρέπει να διευκρινίζει, αδιαλείπτως, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι, κηδόμενη και του δικού της κύρους, δεν πρόκειται ν’ ανεχθεί, υφ’ οιανδήποτε εκδοχή, «à la carte» εφαρμογή του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.