Αύξηση των επιπέδων στρες, μοναξιάς και του θυμού στα παιδιά και τους εφήβους στη χώρα μας, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, έδειξαν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα έρευνας, που διενεργήθηκε στο πλαίσιο της «Παγκόσμιας Μελέτης Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων» (Μελέτη COH-FIT).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 10/11/2020 έως 25/11/2020 σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 689 παιδιών και εφήβων, εκ των οποίων 332 ηλικίας 7-13 ετών (52% αγόρια, 48% κορίτσια) και 357 ηλικίας 14-17 ετών (51,5 αγόρια, 48,5 κορίτσια).
Οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας σε παιδιά και εφήβους
Σε ό,τι αφορά τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας στα παιδιά που μετείχαν στην έρευνα, διαπιστώθηκε αύξηση των επιπέδων στρες, μοναξιάς και του θυμού. Συγκεκριμένα, 17% των παιδιών παρουσίασαν μεγάλη επιδείνωση του στρες τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία.
Ποσοστό 78% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του στρες και 5% βελτίωση των επιπέδων του στρες. Όσον αφορά τη μοναξιά, 24% των παιδιών ανέφεραν μεγάλη επιδείνωση τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Ποσοστό 74% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων της μοναξιάς και 2% βελτίωση. Όσον αφορά τον θυμό, 21,5% των συμμετεχόντων παιδιών παρουσίασαν επιδείνωση τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Ποσοστό 75,5% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων θυμού και 3% βελτίωση. Δεν βρέθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο φύλων σε κανένα από τα αρνητικά συναισθήματα.
Ανάλογα ήταν και τα ευρήματα αναφορικά με τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της πανδημίας στους εφήβους, στους οποίους επίσης βρέθηκε αύξηση των επιπέδων στρες, μοναξιάς και θυμού, ενώ παράλληλα παρατηρήθηκε βελτίωση στην αλτρουιστική κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα, 20% των εφήβων παρουσίασαν μεγάλη επιδείνωση του στρες τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Ποσοστό 74% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του στρες και 6% βελτίωση αυτών. Όσον αφορά την μοναξιά, 26,5% των εφήβων ανέφεραν μεγάλη επιδείνωση τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Ποσοστό 70% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων της μοναξιάς και 3% βελτίωση. Όσον αφορά τον θυμό, 19,5% των συμμετεχόντων εφήβων παρουσίασαν επιδείνωση τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Ποσοστό 77,5% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του θυμού και 3% βελτίωση. Η κοινωνικά επωφελής συμπεριφορά βελτιώθηκε στο 16% των συμμετεχόντων, 79% είχε μικρές αλλαγές και στο 5% παρατηρήθηκε επιδείνωσή της τις τελευταίες δύο εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν από την πανδημία. Δεν βρέθηκε σημαντική διαφοροποίηση μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ως προς τις αλλαγές στα αρνητικά συναισθήματα ή στον αλτρουισμό. Αναφέρθηκε αύξηση του χρόνου χρήσης του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ στο 68% των εφήβων που συμμετείχαν στην έρευνα. Αυτή η αύξηση ήταν σημαντικά μεγαλύτερη στα κορίτσια συγκριτικά με αυτή των αγοριών (73% έναντι 62,5%).
Τρόποι διαχείρισης των επιπτώσεων της πανδημίας
Από την έρευνα προέκυψε ότι οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών επιπτώσεων της πανδημίας στα παιδιά ήταν: η επαφή με την οικογένεια (78%), η επαφή με φίλους (62,5%), το παιχνίδι εκτός (64%) ή εντός σπιτιού (50%), η χρήση του διαδικτύου (54%), η μουσική (52%), το περπάτημα (48%) ή άσκηση (56%). Άλλοι τρόποι που θεωρήθηκαν σημαντικοί στην αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν τα χόμπι (π.χ. ένα μουσικό όργανο) (47%), το ηλεκτρονικό παιχνίδι (42%), η τηλεόραση (40%) και το κατοικίδιο (43,5%).
Οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι στην αντιμετώπιση των ψυχολογικών συνεπειών της πανδημίας στους εφήβους/ες ήταν η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (60%), η άσκηση ή το περπάτημα (57%), η χρήση του διαδικτύου (60%) και τα χόμπι (54%). Άλλοι τρόποι που θεωρήθηκαν σημαντικοί στην αντιμετώπιση της πανδημίας ήταν τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης (43%) και το κατοικίδιο (45%). Τρόποι ψυχολογικής ανακούφισης που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρνητικοί είχαν πολύ μικρότερα ποσοστά: συνταγογραφούμενα φάρμακα (15%) και η χρήση ουσιών (καπνός, αλκοόλ ή άλλες ουσίες) (8%). Στα κορίτσια η καταφυγή στα συνταγογραφούμενα φάρμακα είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι στα αγόρια (18% έναντι 13%).
Η έρευνα
Η έρευνα διενεργήθηκε στο πλαίσιο της «Παγκόσμιας Μελέτης Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων» (Μελέτη COH-FIT), που είναι μία μεγάλη, διεθνής μελέτη για τον γενικό πληθυσμό όλων των χωρών που πλήττονται από την πανδημία COVID-19. Η μελέτη COH-FIT έχει στόχο τη διερεύνηση παραγόντων που επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία σε καιρούς μεταδοτικών λοιμώξεων και περιοριστικών μέτρων (π.χ. περιορισμός κυκλοφορίας, κοινωνική αποστασιοποίηση, καραντίνα) και την αναγνώριση προστατευτικών παραγόντων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και παρέμβασης κατά την πανδημία COVID-19 αλλά και μελλοντικά, σε περίπτωση εμφάνισης άλλων καταστάσεων πανδημίας. Το ερευνητικό αυτό εγχείρημα προωθείται στην Ελλάδα, από τη Β’ Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) σε συνεργασία με πάνω από 200 ερευνητές σε ερευνητικούς φορείς και πανεπιστήμια τουλάχιστον 40 χωρών ανά την υφήλιο και υπό την αιγίδα μεγάλου αριθμού εθνικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών. Εθνικοί συντονιστές/ερευνητική ομάδα της μελέτης COH-FIT (Ελλάδα) είναι οι: Βασίλειος-Παντελεήμων Μποζίκας καθηγητής Ψυχιατρικής ΑΠΘ, Αγοραστός Θ. Αγοραστός επίκουρος καθηγητής Ψυχιατρικής ΑΠΘ, Έλενα Δραγκιώτη, αναπληρώτρια καθηγήτρια Linköping University (Σουηδία) και Κωνσταντίνος Τσαμάκης, ψυχίατρος, επισκέπτης ερευνητής στο King's College (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο).