Το μακρινό 1969 το διάσημο μηνιαίο περιοδικό Historia τιτλοφορούσε το εξώφυλλό του «Τα εγγόνια μας θα είναι άραγε Κινέζοι;» Αν και υποθετικό το ερώτημα, βασιζόμενο στα δημογραφικά δεδομένα εκείνης της εποχής, αποδείχθηκε διορατικό όσον αφορά τις προβλέψεις του για τις πολιτισμικές αλλαγές ενός απώτερου μέλλοντος.
Ενός μέλλοντος, που σήμερα, με βάση την οικονομική ανάπτυξη του γίγαντα της Άπω Ανατολής, φαντάζει εφικτό δεδομένου ότι οι προβλέψεις τον θέλουν στην πρώτη θέση της παγκόσμιας οικονομίας έως το 2050 και καθιστούν τα κινεζικά μία από τις πιο αναγκαίες γλώσσες για την οικονομία και τις επιχειρήσεις.
Υψηλά στην ιεράρχηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για τις προβλέψεις του έως το 2050 υπάρχει μία μελέτη για τη σχέση ανάμεσα στις ομιλούμενες γλώσσες και τις ανταγωνιστικές οικονομίες (Power Language Index Ranking 2059), στην οποία αποφαίνεται ότι οι πέντε γλώσσες που κάποιος οφείλει να γνωρίζει αμέσως μετά τα αγγλικά είναι τα κινέζικα, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα αραβικά, τα ρωσικά και τα γερμανικά.
Με βάση τις τάσεις στο παγκόσμιο εμπόριο και την οικονομία, μπορεί κάποιος να εντοπίσει ποιες πρόκειται να είναι οι απαιτούμενες γλωσσικές εξειδικεύσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία των συναλλαγών.