Ενίσχυση της παραγωγικότητας και των επενδύσεων

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ, ΣΤΕΛΕΧΟΣ ΤΟΜΕΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Ν.Δ.

Η εδραίωση συνθηκών ισχυρής ανάπτυξης απαιτεί τη διαρκή αύξηση της παραγωγικότητας(ΑΕΠ ανά απασχολούμενο). Όμως η ανάκαμψη της οικονομίας μας και η μείωση της ανεργίας δεν οδηγούν αυτόματα και σε αύξηση της παραγωγικότητας. Ακόμη και το 2017, όταν η οικονομία κατέγραψε θετικό ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ +1,4%, η παραγωγικότητα συνέχισε να μειώνεται κατά - 0,8%,όπως συμβαίνει συνεχώς από το 2008 και μετά.

Υπεύθυνη για αυτή την εξέλιξη είναι η εκτεταμένη αποεπένδυση. Μια οικονομία όμως με χαμηλή και μειούμενη παραγωγικότητα δεν μπορεί να είναι διεθνώς ανταγωνιστική.

Μάλιστα, από το 2013 έως το 2017, όταν η ανεργία μειώθηκε κατά 7 π. μ. περίπου και οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά +4,3%, η μεταβολή του ΑΕΠ ανά απασχολούμενο περιορίσθηκε σε -2,7%. Αυτό υποδεικνύει ότι ο παραγωγικός μηχανισμός της χώρας ανταποκρινόταν στην αύξηση της ζήτησης (κυρίως λόγω εξαγωγών, μεταποίησης, και υπηρεσιών τουρισμού), με τον υπάρχοντα κεφαλαιακό εξοπλισμό, αφού οι επενδύσεις κατά κανόνα έβαιναν μειούμενες.

Το πρόβλημα της χαμηλής και μειούμενης παραγωγικότητας στην Ελλάδα οφείλεται στο γεγονός ότι οι κλάδοι εντάσεως εργασίας υπερτερούν των κλάδων εντάσεως κεφαλαίου.

Στη φάση της ανάκαμψης της οικονομίας, οι κλάδοι που παρουσιάζουν υψηλή αύξηση της απασχόλησης ανά ώρα εργασίας, είναι οι κλάδοι που εμφανίζουν μεγαλύτερη μείωση των ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο, ένδειξη ότι οι πιο δυναμικοί κλάδοι, κυρίως στην μεταποίηση, προχωρούν γρηγορότερα σε προσλήψεις. Αντιθέτως, οι κλάδοι που παρουσιάζουν μείωση της παραγωγικότητας είναι κλάδοι όπου οι ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο αυξάνουν ταχύτερα, ένδειξη ότι προτιμούν να χρησιμοποιούν πιο εντατικά το υφιστάμενο εργατικό δυναμικό και πιο ευέλικτες μορφές εργασίας, παρά να προσλάβουν εργαζομένους πλήρους απασχόλησης.

Η παραγωγικότητα στην Ελλάδα αυξανόταν με υψηλούς ρυθμούς μέχρι το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970. Με την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η παραγωγικότητα συνεχίζει να αυξάνει, με σχετικά χαμηλότερους ρυθμούς, μέχρι και τη μεγάλη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και ύφεση του 2007-2009. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, η παραγωγικότητα μειώνεται συνεχώς, σε μια περίοδο όπου οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά -60% περίπου.

Συνεπώς, δεν είναι τυχαίο που οι ρυθμοί αύξησης της παραγωγικότητας τα επόμενα 40 χρόνια, στις υποθέσεις για την αξιολόγηση της βιωσιμότητας του χρέους, δεν υπερβαίνουν κατά πολύ το 1% ετησίως. Η Ελλάδα γερνάει με ταχείς ρυθμούς. Το εργατικό δυναμικό, εάν δεν αλλάξει δραστικά το δημογραφικό (και είναι εξαιρετικά δύσκολο, έως αδύνατο, να αλλάξει) θα μειώνεται ετησίως κατά -0,4%, σύμφωνα με τις επίσημες δημογραφικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συνεπώς, για να καλυφθεί το έλλειμμα εργατικού δυναμικού και να πετύχουμε αύξηση του ΑΕΠ (εισοδημάτων δηλαδή) κατά 1% απαιτείται μια αύξηση της παραγωγικότητας κατά 1,4% το χρόνο.

Τα μεγέθη αυτά δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνουν νομοτελειακά αποδεκτά από την ελληνική κοινωνία. Η αντίδραση, πέραν από μέτρα κατά της υπογεννητικότητας (που είναι δύσκολο να αποδώσουν σε περιβάλλον διαρκούς δημοσιονομικής στενότητας), δεν μπορεί να περιλαμβάνει τίποτα άλλο από επενδύσεις, και ιδιαίτερα ιδιωτικές επενδύσεις, σε τομείς αυξανόμενης παραγωγικότητας, όπως είναι, στη μεταποίηση, τα μη μεταλλικά ορυκτά, τα βασικά μέταλλα, τα μηχανήματα, ο ηλεκτρολογικός εξοπλισμός κ.ά.

Για να μειώσουμε την απόσταση από τις άλλες προηγμένες χώρες, απαιτείται ένα πράγμα μόνο: κέρδη για να γίνονται επενδύσεις. Και μάλιστα επενδύσεις έντασης τεχνολογίας, που οδηγούν σε αύξηση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ανά ώρα εργασίας. Εάν δεν αποφασίσουμε να δώσουμε έμφαση στις ιδιωτικές κερδοφόρες επενδύσεις, τότε ζούμε μόνο για να πληρώνουμε τα χρέη μας, υπερφορολογώντας την ιδιωτική οικονομία προκειμένου να δημιουργούμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, χωρίς να προσφέρουμε αληθινή προοπτική προόδου. 

 

 

Διαβάστε επίσης