Σία Αναγνωστοπούλου: «Ο Ερντογάν είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Κεμάλ»

Συνέντευξη στο Documento

Την περασμένη Κυριακή το πρωί Τούρκος πολίτης που ζει και εργάζεται στην Κωνσταντινούπολη πήγε και ψήφισε [τον Μουχαρέμ Ιντζέ και το κεμαλικό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), όπως εξομολογήθηκε στο Documento] και αμέσως μετά πήρε την οικογένειά του και μετέβη οδικώς στην Αλεξανδρούπολη. Εκεί περίμενε να μάθει τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών καθώς και τις αντιδράσεις που θα ακολουθούσαν. Οταν είδε ότι όλα εξελίχθησαν ομαλά, την Τρίτη το πρωί πια, επέστρεψε στη χώρα του.

Το περιστατικό είναι χαρακτηριστικό για το κλίμα μέσα στο οποίο διεξάχθηκαν οι προεδρικές και βουλευτικές εκλογές στην Τουρκία, από τις οποίες ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν αναδείχθηκε μεγάλος νικητής. Εκλέχθηκε από τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών συγκεντρώνοντας το 52,43% των ψήφων, έναντι 30,81% του ισχυρότερου αντιπάλου του, του Ιντζέ, 8,21% του φυλακισμένου ηγέτη του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) Σελαχατίν Ντεμιρτάς και 7,43% της εθνικίστριας «λύκαινας» Μεράλ Ακσενέρ. Τα ποσοστά που συγκέντρωσαν οι δύο άλλοι υποψήφιοι, ο ισλαμιστής Καραμολάογλου και ο αριστερός εθνικιστής Περιντσέκ,είναι κάτω από το 1%.

Σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, στις οποίες επίσης το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ερντογάν ήρθε πρώτο, και μαζί με το συνεργαζόμενο ακροδεξιό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) εξασφαλίζουν άνετη πλειοψηφία στη Βουλή, ο Ερντογάν είναι και τυπικά πλέον απόλυτος άρχοντας στην Τουρκία.

«Είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Κεμάλ. Ακολουθεί τα βήματα του Μουσταφά Κεμάλ βάζοντας τον εαυτό του στο κέντρο και δημιουργώντας ένα άλλο εθνικό αφήγημα» λέει γι’ αυτόν στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Documento η Σία Αναγνωστοπούλου, καθηγήτρια στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρώην αναπληρώτρια υπουργός Εξωτερικών αλλά και Παιδείας και σήμερα βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ.

Τουρκομαθής και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Τουρκικός εκσυγχρονισμός» (Βιβλιόραμα, 2004), η συνομιλήτριά μας επιχειρεί να ζυγίσει την απάντηση στο «βαρύ» ερώτημα πόσο ισχυρός είναι πραγματικά ο Ερντογάν, αναφέρεται με σκεπτικισμό στην προοπτική των ελληνοτουρκικών σχέσεων και εκτιμά ότι «υπάρχει μια Τουρκία η οποία αντιστέκεται».

Πόσο ισχυρός είναι πραγματικά ο Ερντογάν;

Οι εκλογές απέδειξαν ότι αυτό που ονομάζουμε ερντογανισμός έχει εδραιωθεί στην Τουρκία. Είναι δύσκολο να αποτιμήσουμε πώς μεταφράζεται κοινωνικά η δύναμή του, το κρίσιμο όμως είναι ότι οι εκλογές, με τον τρόπο που έγιναν, δείχνουν ότι ύστερα από 15 χρόνια στην εξουσία είναι πανίσχυρος. Μπορεί να επιβάλει το προεδρικό σύστημα, τις αλλαγές που έχει προτείνει ήδη από το δημοψήφισμα του 2017, ενώ έχει και την πλειοψηφία στη Βουλή. Αρα μπορεί χωρίς κανένα πρόβλημα, τουλάχιστον σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, να περάσει αυτά που θέλει. Εχουμε μετασχηματισμό του πολιτειακού συστήματος της Τουρκίας από κοινοβουλευτικό σε προεδρικό χωρίς να υψώνονται προσχώματα.

Τα μεγάλα ποσοστά του Ερντογάν καταγράφονται στη λεγόμενη Ανατολία, δηλαδή στο κέντρο της Τουρκίας και προς ανατολικά. Εκεί έχει κοινωνική βάση πάρα πολύ μεγάλη, η οποία απέκτησε οικονομική υπόσταση χάρη σ’ αυτόν. Ο Ερντογάν έθεσε ένα δίλημμα: δημοκρατία ή οικονομική σταθερότητα; Ο ίδιος φαίνεται να προβάλλει τον εαυτό του και να γίνεται πιστευτός λέγοντας ότι ενσαρκώνει την οικονομική σταθερότητα, διότι απ’ αυτόν δημιουργήθηκε μια «τάξη» την οποία υποστήριξε. Δηλαδή ο Ερντογάν δεν είναι χωρίς ρίζες στην κοινωνία. Αρα αυτοί που έχουν επωφεληθεί από την παρουσία και την πολιτική του είναι πολλοί και τον στηρίζουν. Από την άλλη πλευρά, η αντιπολίτευση, οι «Δημοκρατικοί» έτσι όπως τους λένε κατά το αμερικανικό σύστημα, δεν έχουν κατορθώσει ακόμη να αποκτήσουν κοινωνική βάση. Εχουν την παραδοσιακή βάση τους, κυρίως στα παράλια της Τουρκίας και σε μεγάλο μέρος της Κωνσταντινούπολης, αλλά δεν έχουν κατορθώσει να πείσουν τη μεγάλη μάζα της κοινωνίας της Τουρκίας ότι πρόκειται να εξασφαλίσουν την οικονομική σταθερότητα. Μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν ανέλαβε την Τουρκία όταν ήταν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και σε οικονομική κατάρρευση. Αυτό, παρόλο που έχουν περάσει σχεδόν 20 χρόνια, οι Τούρκοι δεν το ξεχνάνε. Δεν το ξεχνά κυρίως αυτή η μεγάλη μάζα η οποία χειραφετήθηκε οικονομικά.

Στην εξωτερική πολιτική πόσο ακόμη θα μπορεί να πατά και στις δύο βάρκες, δηλαδή να είναι η Τουρκία στο ΝΑΤΟ αλλά να συνεργάζεται και με τους Ρώσους;

Η Τουρκία αυτήν τη στιγμή βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Ο Ερντογάν είναι το αντεστραμμένο είδωλο του Κεμάλ. Αυτό που κάνει στο καινούργιο αφήγημα για την Τουρκία είναι ότι ακολουθεί τα βήματα του Μουσταφά Κεμάλ βάζοντας τον εαυτό του στο κέντρο και δημιουργώντας ένα άλλο εθνικό αφήγημα, το οποίο δεν διαφέρει από τον κεμαλισμό αλλά μετατρέπεται σε ερντογανισμό. Οπως λοιπόν τα πρώτα χρόνια του Μουσταφά Κεμάλ η Τουρκία έπαιζε σε δύο ταμπλό –και με τη Δύση αλλά και εναντίον της Δύσης–, έτσι και σήμερα παίζει το χαρτί ότι η ισχυρή Τουρκία μπορεί να διαπραγματεύεται και με τους δύο κόσμους εξίσου. Να μην ξεχνάμε ότι ο Κεμάλ ήταν ο καλύτερος σύμμαχος του Στάλιν. Θεωρώ ότι αυτή η πολιτική δεν μπορεί να διαρκέσει πάρα πολύ. Και κυρίως δεν θα μπορέσει να έχει διάρκεια ένας αντιευρωπαϊσμός, τον οποίο πάντως ο Ερντογάν προσπάθησε να μειώσει προεκλογικά. Δηλαδή δεν παρουσιάστηκε τόσο λάβρος κατά της Ευρώπης όσο ήταν πριν. Θα πρέπει να περιμένουμε επαναπροσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας.

Περιμένουμε αλλαγή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις;

Επειδή ο Ερντογάν έχει συγκεντρώσει ένα ακροατήριο ισλαμιστικό, συντηρητικό και εθνικιστικό –να μην ξεχνάμε ότι αυτό είναι το τρίπτυχο της Δεξιάς στην Τουρκία–, δεν μπορούμε να περιμένουμε μια πολιτική ήπια και χωρίς αναταράξεις σε σχέση με την Ελλάδα. Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα τι θα γίνει, αλλά δεν θα είναι εύκολη πολιτική. Ο Ερντογάν συμπυκνώνει το τρίπτυχο του συντηρητισμού στην Τουρκία.

Παρ’ όλα αυτά, προεκλογικά αρκετοί Ελληνες πολιτικοί έδειξαν προτίμηση στον Ερντογάν. Τι σημαίνει αυτό;

Το θέμα της σταθερής Τουρκίας είναι ένα πλεονέκτημα αναφορικά με τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Πάντα ένας σταθερός γείτονας είναι προτιμότερος από έναν γείτονα σε αστάθεια. Ο Ερντογάν έχει κατορθώσει να εξασφαλίζει επί χρόνια σταθερότητα στην Τουρκία και γι’ αυτό ήταν προτιμητέος. Ειδικά τα πρώτα χρόνια, την πρώτη δεκαετία (σ.σ.: 2003-13), δεν εμφάνισε εθνικισμό όπως τον εμφάνιζαν οι κεμαλιστές, έναν τόσο έντονο και βίαιο εθνικισμό. Τώρα όμως που μιμείται τον κεμαλισμό και αφομοιώνει όλη την εθνικιστική δομή του κεμαλισμού παρουσιάζεται ως άγνωστος Χ. Επίσης, δεν ξέρουμε τι μπορεί να σημαίνει και η συμμαχία του με ένα εθνικιστικό κόμμα όπως το ΜΗΡ. Δεν ξέρουμε τι περιλαμβάνει για τους γείτονες του Ερντογάν το νέο του αφήγημα για το έθνος.

«Η μόνη αντίδραση στην προεδρική διακυβέρνηση προέρχεται από το HDP»

Αυξάνοντας κατά 725.000 τις ψήφους του, κατά μία μονάδα τα ποσοστά του (11,7% από 10,76%) και κατά οκτώ τις έδρες του στη Βουλή (67 έδρες σήμερα από τις 600), το Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών (HDP) αποτελεί ουσιαστικά την αριστερή αντιπολίτευση στην Τουρκία. «Πρόκειται για τεράστια εκλογική επιτυχία του HDP» λέει η Σία Αναγνωστοπούλου. Και εξηγεί: «Οταν ο ηγέτης ενός κόμματος είναι φυλακισμένος εδώ και δύο χρόνια, όταν το ίδιο το κόμμα δεν είχε καμία προβολή και παρ’ όλα αυτά ξεπερνά το δύσκολο εκλογικό φράγμα του 10% και μπαίνει στη Βουλή, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια Τουρκία η οποία αντιστέκεται. Και αυτός είναι σημαντικός παράγοντας. Για τον Σελαχατίν Ντεμιρτάς το ότι πέρασε τρίτος στις προεδρικές εκλογές είναι πάρα πολύ μεγάλη επιτυχία ύστερα από όλο αυτό που έχει υποστεί. Μέσα από τις φυλακές ξεπέρασε την αρχηγό του Καλού Κόμματος Μεράλ Ακσενέρ, η οποία είχε προβληθεί από τους πάντες, ακόμη και από τα ΜΜΕ του εξωτερικού. Το θέμα όμως είναι το πολιτειακό σύστημα. Και η αντιπολίτευση και το πολιτικό κατεστημένο, δηλαδή οι κεμαλιστές και οι εθνικιστές, συν το νέο κόμμα, το Καλό Κόμμα, είναι υπέρ της προεδρικής διακυβέρνησης στην Τουρκία. Αρα η μόνη αντίδραση στην προεδρική διακυβέρνηση προέρχεται από έναν δημοκρατικό, αριστερό κόσμο που ψηφίζει HDP».

Για τις υπερεξουσίες που έχει πλέον ο Ερντογάν ως πρόεδρος είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην ανακοίνωση-σχόλιο επί των εκλογικών αποτελεσμάτων που εξέδωσε το HDP: «Τα ψηφοδέλτια δεν μπορούν ποτέ να χρησιμοποιηθούν ως μέσο νομιμοποίησης του φασισμού».

Το φιλοκουρδικό και μετριοπαθές αριστερό κόμμα διευκρινίζει: «Δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό ένα αυθαίρετο και ανώμαλο καθεστώς που συγκεντρώνει σε έναν πόλο όλες τις νομοθετικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες, αναστέλλει τον διαχωρισμό των εξουσιών, καθιστά αναποτελεσματικούς τους μηχανισμούς ισορροπίας και ελέγχου, καθιστά εξαρτημένη τη Δικαιοσύνη και παραβιάζει όλα τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες για τους σκοπούς της εξουσίας».

Το HDP δίνει ιδιαίτερο βάρος στις περίπου 120.000 ψήφους που έχασε στις περιοχές των Κούρδων. «Αυτό οφείλεται στις μεγάλες πιέσεις, στη μεταφορά εκλογικών τμημάτων, την αναγκαστική μετανάστευση μέρους του πληθυσμού, την απαγόρευση των πολιτικών μας δραστηριοτήτων, στις συλλήψεις των μελών των επαρχιακών διοικήσεων και των μελών του κόμματος και στην παρέμβαση στις εκλογές από το σύνολο των διοικητικών υπαλλήλων και στρατιωτικών, καθώς το βαθύ χέρι του κράτους κινήθηκε υπέρ των δύο κυβερνητικών κομμάτων, ιδιαίτερα του ΜΗΡ» καταγγέλλει το κόμμα.

Η νίκη του Ερντογάν δεν είναι νίκη για τη λίρα

Σε αντίθεση με το αφήγημα Ερντογάν περί ισχυρής οικονομίας, πολλοί αναλυτές εξέφρασαν ανησυχία για την οικονομική κατάσταση της Τουρκίας μετά την ανακοίνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων. Η τουρκική λίρα έχει χάσει μεγάλο μέρος της αξίας της έναντι του δολαρίου από τον υψηλό πληθωρισμό και τον μεγάλο εξωτερικό δανεισμό. «Η νίκη του Ερντογάν δεν είναι νίκη για τη λίρα» είναι ο τίτλος άρθρου του δικτύου Bloomberg. Η οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει ο Τούρκος πρόεδρος, ο οποίος προεκλογικά είχε υποσχεθεί μείωση επιτοκίων, που πρακτικά σημαίνει παρεμβάσεις στη λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας, είναι σημείο που επισημαίνεται από το Bloomberg: «Η μείωση του πληθωρισμού που σήμερα βρίσκεται στο 12% θα έπρεπε να είναι το πρώτο μέλημα για τη νέα κυβέρνηση. Αλλά ο Ερντογάν ενδέχεται να μπει στον πειρασμό να προσπαθήσει να δείξει ότι τονώνει την ανάπτυξη παρέχοντας φθηνά δάνεια και έτσι να εκτοξεύσει τον πληθωρισμό».

 

Διαβάστε επίσης