Το τέλος της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης

του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Τις τελευταίες ημέρες αναρωτιέμαι πολύ σοβαρά: μήπως ο Αλέξης Τσίπρας είναι στην Ελλάδα ο πρωθυπουργός της νέας μεταπολεμικής διεθνούς τάξεως; Μήπως το νεαρόν της ηλικίας του και ο συγχρωτισμός του με τους μεγάλους του κόσμου μας τού επιτρέπουν να καταλάβει πολύ γρήγορα ποιες αλλαγές συντελούνται στην γεωπολιτική και στην γεωοικονομική, καθώς και τις πιθανές επιπτώσεις για το αυριανό διεθνές σύστημα; Πριν απαντήσουμε στα ερωτήματα αυτά, όμως, ας δούμε τί συμβαίνει στον κόσμο μας κα υπό ποιες συνθήκες.

Μία πρώτη διαπίστωση από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας είναι αυτή που λέει ότι η μεταπολιτευτική οικονομική τάξη, από το 1973 και μετά, με αφετηρία την πρώτη πετρελαϊκή κρίση, ανατρέπεται πλήρως και σε όλα τα επίπεδα. Η δυτική νομισματική και εμπορική κυριαρχία συνεχώς υποχωρεί, παράλληλα δε αυξάνεται η συμμετοχή των αναπτυσσομένων χωρών στο παγκόσμιο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) και στο διεθνές εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών. Εικάζεται έτσι ότι, περί το 2050, στην κατάταξη των 10 ισχυρότερων οικονομιών του κόσμου ίσως να μην βρίσκεται καμμία ευρωπαϊκή χώρα και οι ΗΠΑ να κατέχουν την τέταρτη ή και δέκατη θέση!

Ας σημειωθεί ότι τα τελευταία χρόνια, στο μέτρο που οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφονται προς το εσωτερικό τους, μεγάλο μέρος της ευθύνης για την διατήρηση της παγκοσμιοποιημένης φιλελεύθερης οικονομικής τάξης πέφτει στην Κίνα. Έτσι, εκ των πραγμάτων, η τελευταία, όπως έχει κατ’ επανάληψη δηλώσει και ο πρόεδρός της Xi Jinping, δεσμεύεται όλο και περισσότερο στην παγκοσμιοποίηση. Με την χρηματοδότηση πολυάριθμων οικονομικών πρωτοβουλιών, συμπεριλαμβανομένης της Ασιατικής Τράπεζας Επενδύσεων Υποδομών (ΑΙΙΒ), της Πρωτοβουλίας Belt and Road και της Τράπεζας για την Νέα Ανάπτυξη (προηγουμένως γνωστή ως η Τράπεζα Ανάπτυξης των BRICS) και πραγματοποιώντας σημαντικές επενδύσεις στο εξωτερικό, το Πεκίνο σημείωσε ότι προτίθεται να υποστηρίξει μία συμμετοχική, πολυμερή μορφή παγκοσμιοποίησης.

Ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, η Κίνα θα συμβάλει αναμφίβολα στην διαμόρφωση του μέλλοντος της παγκόσμιας οικονομίας. Αλλά προς το παρόν παραμένει ασαφές εάν η Κίνα μπορεί να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως υπέρμαχος της παγκοσμιοποίησης. Η Κίνα βρίσκεται στην μέση μίας δύσκολης εσωτερικής διαρθρωτικής μετατόπισης, καθώς μεταβαίνει από μία οικονομία που οδηγείται από τις εξαγωγές και τις επενδύσεις προς μία οικονομία που βασίζεται περισσότερο στην κατανάλωση και τις υπηρεσίες. Η οικονομία της αντιμετωπίζει έντονες αντιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και του υψηλού εταιρικού χρέους.

Εάν οι ΗΠΑ αποσυρθούν από τον ηγετικό τους ρόλο, η Κίνα δεν θα είναι σε θέση να προσφέρει στην παγκόσμια οικονομία μία μεγάλη και προσιτή αγορά για τις εξαγωγές άλλων χωρών, βαθειές κεφαλαιαγορές ή το είδος ισχυρών θεσμών όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και το ΔΝΤ, που επέτρεψαν στην Ουάσινγκτον να σταθεροποιεί το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα εδώ και δεκαετίες.

Παρόλα αυτά, η υποστήριξη του Πεκίνου στις πολυμερείς δομές αποτελεί σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Ένας κόσμος που βασίζεται σε διμερείς σχέσεις μπορεί να λειτουργήσει για τις ισχυρότερες χώρες, αλλά ο πολυμερισμός έχει δημιουργήσει μία μεγάλη σκηνή στην οποία οι μικρότερες, φτωχότερες χώρες μπορούν να συμμετάσχουν και να ευημερήσουν. Έχουμε, συνεπώς, σοβαρές ανακατατάξεις στην παγκόσμια οικονομία, οι οποίες είναι ξεκάθαρο ότι ιχνογραφούν ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από αυτό που είχε δρομολογηθεί πριν 75 χρόνια.

Στις νέες συνθήκες, όμως, ένα σοβαρό πρόβλημα που έρχεται στο προσκήνιο είναι αυτό του ρόλου και των δυνατοτήτων της Ευρώπης. Θα μπορέσει η Γηραιά Ήπειρος να συνεχίσει την ειρηνική ενοποιητική της πορεία, ή θα πέσει θύμα των αδίστακτων καιροσκοπικών δυνάμεων του λαϊκισμού και της πατριδοκαπηλείας;

Κάποιοι παρατηρητές επισημαίνουν ότι σήμερα, μετά την διεύρυνση, υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές «Ευρώπες» που ελάχιστα μοιάζουν μεταξύ τους. Υπάρχει η αγγλοσαξωνική Ευρώπη που αποχωρεί από την Ένωση, η ξενοφοβική Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη που λόγω Ρωσίας έχει ενεργειακή δύναμη, η αφερέγγυα Νότια Ευρώπη που αποτελεί στόχο της παράνομης μετανάστευσης και βρίσκεται στο έλεος της λιτότητας και η παλαιά Δυτική Ευρώπη στην οποία για την ώρα η Γερμανία έχει το πάνω χέρι.

Πρόκειται για μία Γερμανία η οποία, κατά κάποιους Αμερικανούς σχολιαστές, είναι πιο κοντά σε ένα «μετανεωτερικό πρωσικό μοντέλο», παρά σε μία νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Προσπαθεί έτσι να επιβάλει σε ολόκληρη την Ένωση αρχές πολιτικής, οικολογικής και οικονομικής ορθότητας οι οποίες κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στο να πάψει η ΕΕ να παραμένει πολιτικός νάνος.

Αυτό συμβαίνει δε όταν τα προβλήματα γύρω από την Ευρώπη συσσωρεύονται, οξύνονται, παράλληλα όμως η αμυντική Ευρώπη βρίσκεται σε στασιμότητα. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία παίζει διπλά και τριπλά παιχνίδια, στον Περσικό Κόλπο οι μοναρχίες του απειλούνται από το θεοκρατικό Ιράν, ενώ οι ΗΠΑ αποκτούν ενεργειακή αυτονομία και σύντομα θα είναι κορυφαίος παραγωγός άνθρακος και φυσικού αερίου –άρα, μάλλον δεν θα έχουν πολλούς λόγους να εμπλακούν σε στρατιωτικές περιπέτειες στην Μέση Ανατολή και στον Κόλπο. Υπό αυτή την έννοια, το Ισραήλ θα είναι η μόνη χώρα προς την οποία θα στραφούν οι Άραβες σουνίτες για να προστατευθούν από μία περσική θεοκρατία, η οποία, για να αποφύγει την κατάρρευση, θα γίνεται όλο και πιο επιθετική.

Η Ρωσία, τέλος, από την πλευρά της, θα φροντίσει να ενισχύσει πλέον, πέρα από την διεθνή της επιρροή, και την προβληματική οικονομία της, γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει να έχει αξιόπιστο ρόλο στον πολυπολικό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια η Ρωσία έχει δείξει σημαντική εμπειρία στην αξιοποίηση των λαθών της Δύσης. Πλην όμως, η αδυναμία της Μόσχας να αναπτύξει μία συνεκτική οικονομική στρατηγική απειλεί την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του νεοαποκτηθέντος κύρους της. Σήμερα, με αφετηρία την δόξα που αποκομίζει από την διεξαγωγή του Παγκόσμιου Ποδοσφαιρικού Κυπέλλου στα ρωσικά γήπεδα, έχει την ευκαιρία με την μπάλα να ξαναμπεί στο διεθνές οικονομικό παιχνίδι.

Ένα παιχνίδι στο οποίο, αν θέλει και η Ελλάδα να είναι παρούσα, θα πρέπει πριν απ’ όλα να ξεφύγει από το μονοπάτι της οικονομικής χρεοκοπίας, δίνοντας το βάρος της στην πνευματική, οικονομική και τεχνολογική της ανάπτυξη.

 

Διαβάστε επίσης