Το τελευταίο βράδυ σου

Του Κώστα Μπουλμπασάκου

Στη μνήμη του Νώντα Μακρή

"Ήταν βράδυ υγρό, με την αφρικανική σκόνη να κάνει την ατμόσφαιρα ακόμη πιο βαριά, μα ήταν η ψευδαίσθησή μας. Εκείνο που βάραινε την ατμόσφαιρα ήταν η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου. Κυρίως, όμως ήταν η απώλεια. Αυτή κυριαρχούσε, μιας και κείνος είχε «φύγει» πριν λίγες ώρες χωρίς επιστροφή.

Οι εκφράσεις στα πρόσωπα των φίλων του μια απροσδιόριστη θλίψη… και μια ανέλπιστη προσμονή. Να, τώρα θα ανοίξει η πόρτα και θα εμφανιστεί με κείνο το πλατύ χαμόγελό του. Μάταια αναμονή. Επιβεβαιώθηκε πολλές στιγμές μέσα σε λίγη ώρα. Ο τοίχος που έχτιζε μεθοδικά η απώλεια, ξαφνικά έγινε τείχος, ψηλό και απροσπέλαστο, σε σημείο που δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλον κι ας είμαστε όλοι γύρω από ένα τραπέζι.

Η μουσική με τραγούδια που αγαπούσες σύννεφο μελωδικό πάνω από τα κεφάλια μας, οριοθετούσε τη λογική από το παράλογο. Μα πώς γίνεται να κλαίμε την απώλεια σου, τραγουδώντας σε; Ίσως να είναι ιδίωμα του λαού μας, αποφάνθηκε κάποιος, μα δεν είχε καμμιά σημασία. Όλοι μας ξέραμε ότι τραγουδώντας και κλαίγοντας μαζί, σε συντροφεύαμε στο ταξίδι σου. Μα ούτε και σε αυτό είχαμε δίκιο.

Εσύ μας συντρόφευες, με την μοναδική άυλη παρουσία σου, δίνοντας μας κουράγιο να αντέξουμε την απώλεια, στην οποία δεν θέλαμε να της προσθέσουμε κτητικό προσδιορισμό, γιατί έτσι θα την προσωποποιούσαμε και ο πόνο εκτός από ανείπωτος θα ήταν και αβάσταχτος. Αγάντα, είπε κάποιος…

Σηκώσαμε τα κεφάλια… κοιταχτήκαμε, γεμίσαμε πάλι τα ποτήρια με το ιρλανδέζικο που σου άρεσε, κατεβάσαμε από μια γουλιά ο καθένας… Χαμογελάσαμε… Μα ποιόν περιπαίζουμε; Εσένα πάντως, όχι. Τους εαυτούς μας που ανήμποροι να κάνουμε οτιδήποτε να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, μήπως και καταφέρουμε να αλλάξουμε το μοιραίο κλώθαμε τις αντοχές μας. Το τείχος εκεί, απροσπέλαστο. Κι απρόσμενα, τα αντικείμενα γύρω μας απέκτησαν υπόσταση έμψυχη πέραν της λογικής.

Η τραπεζαρία ψιθύρισε: «Λίγο πριν φύγει ακούμπησε πάνω μου τα κλειδιά της μηχανής του». Η καρέκλα δίπλα στην πόρτα, συμπλήρωσε: «Σε μένα ξέχασε το σακάκι του». Η φωτογραφία πάνω στο κωμό της εισόδου, πήρε θάρρος και είπε: «Εμένα μου χαμογέλασε». Και οι πλαστικές πολύχρωμες τουλίπες, που μπορούσαν να διαβάζουν τις σκέψεις σου, ομολόγησαν δειλά… «Τι κρίμα που δεν είναι αληθινές να τις βάζαμε σ΄ ένα ανθοδοχείο». Αυτή, που σε γνώριζε καλύτερα από τον καθένα μας, στην αγκαλιά της μάνας της, αναζητούσε μια φωλιά να κουρνιάσει, να βρει απαντοχή κι όλοι εμείς που κοιτούσαμε, δεν είχαμε λόγια… παρά μόνο η μάνα. Μόνο εκείνη ήξερε και μπορούσε.

Τις αφήσαμε στον παραλογισμό μπας και βρουν λιμάνι να αράξουν τον πόνο. Αμέτρητος αυτός, όμως. Έβρισκε τρόπους να σουβλίζει με το αρίδι του την καρδιά και το μυαλό. Τότε ένας φίλος, εικαστικός, είπε: «Αν μπορούσα θα τον ζωγράφιζα να τον έχουμε όλοι στην καρδιά μας, ποτέ να μην το χάσουμε». Μα εσύ, ήσουν ήδη μακριά και μας κοιτούσες από ψηλά… Κι ακόμη και εσύ, τίποτα δεν μπορούσε να κάνεις να ανατρέψεις τη μοίρα σου. Να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Η ζωή απρόσμενη, επέλεξε άλλο δρόμο για σένα. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε. Περασμένες τρεις… Ξημέρωμα σχεδόν. Ήλθε ένας ακόμη φίλος σου… Το τείχος της απώλειας, εκεί. Υψωνόταν ανάμεσα στην χαμένη ύπαρξή σου και στη δική μας επιθυμία για το αντίθετο. Το κουδούνι της πόρτας χτύπησε πάλι… Κι άλλος ένας φίλος. Και μετά από λίγο κι άλλος φίλος… Κι έτσι, όπως παρατηρούσα… αισθάνθηκα ένα είδος ενοχής, που δεν σε είχα γνωρίσει καλύτερα. Που δεν πρόλαβα να σε μάθω, όπως ίσως σου άξιζε και της άξιζες. Μα όλα τούτα τα φτηνά καμμιά αξία δεν έχουν, πλέον. Καλό ταξίδι στην Ιθάκη που σε περιμένει. Και μη βιαστείς… ξέρεις εσύ."