Φιλορωσικές φαντασιώσεις σε μια χώρα ανιστόρητων και αμαθών

Του Αθανασιου Χ.Παπανδροπουλου

Στις 26 Αυγούστου 2017 ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και πρώην συνεργάτης του ΟΤ, Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης, υπό τον τίτλο «Ελλάδα, Βιετνάμ, Φιλιππίνες», έγραφε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα:

«Τί το κοινό έχουν Ελλάδα, Βιετνάμ και Φιλιππίνες; Φαινομενικά τίποτα. Κι όμως αυτό το τρίο χωρών αποτελεί κάτι το ξεχωριστό παγκοσμίως ή εν πάση περιπτώσει ανάμεσα στις τριάντα επτά (37) χώρες του παγκόσμιου συστήματος στις οποίες διεξήγαγε δημοσκοπική έρευνα το Ινστιτούτο Pew. Μόνο στις τρεις αυτές χώρες η εικόνα της Ρωσίας είναι πλειοψηφικά θετική. Στην Ελλάδα συγκεκριμένα οι θετικές γνώμες φθάνουν στο 64% (έναντι 31% των αρνητικών), στο Βιετνάμ στο 83% οι θετικές έναντι 15% των αρνητικών, ενώ στις Φιλιππίνες στο 55% οι θετικές έναντι 26% των αρνητικών. Στις υπόλοιπες τριάντα τέσσερις χώρες οι αρνητικές γνώμες είναι συντριπτικά ισχυρότερες. Στην Ευρώπη π.χ. από τις δέκα χώρες που έχουν ερευνηθεί μόνο η Ελλάδα καταγράφει πλειοψηφία (και μάλιστα 64%) θετικών γνωμών για τη Ρωσία. Η επόμενη “φιλικά διακείμενη” χώρα, η Ουγγαρία, καταγράφει μόνο 39% θετικών γνωμών και 48% αρνητικών... Σ’ όλες τις άλλες χώρες οι αρνητικές γνώμες υπερτερούν συντριπτικά (82% στην Ολλανδία, 76% στη Σουηδία, 67% στη Γερμανία, 62% στη Γαλλία, κ.λπ.).

»Η Ελλάδα όμως έχει επίσης υψηλή εμπιστοσύνη και στον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν ότι “θα κάνει το σωστό στις διεθνείς υποθέσεις” σε ποσοστό 50%. Μόνο το Βιετνάμ, οι Φιλιππίνες και η Τανζανία καταγράφουν παρεμφερή ισχυρά ποσοστά εμπιστοσύνης. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες το 78% κατά μέσο όρο εκφράζει δυσπιστία. Ακόμη ένα 43% των Ελλήνων πιστεύει ότι η ρωσική κυβέρνηση... σέβεται τις προσωπικές ελευθερίες, ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες το αντίστοιχο ποσοστό κυμαίνεται ανάμεσα στο 6% και 28%. Παγκοσμίως ο μέσος όρος είναι στο 30%. Έχει ενδιαφέρον ότι οι ιδεολογικά τοποθετούμενοι στη Δεξιά έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στον Πούτιν σε σχέση με την Αριστερά (62% έναντι 47% στην Ελλάδα).

»Η Ελλάδα επομένως εμφανίζεται ως η συντριπτικά πλέον φιλορωσική χώρα στην Ευρώπη και μαζί με Βιετνάμ και Φιλιππίνες στο παγκόσμιο σύστημα! Έτσι και στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς η Ελλάδα ταξινομείται ως χώρα–ειδική περίπτωση. Αντίθετα δηλαδή με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, επιδεικνύει έναν ισχυρό φιλορωσισμό που μοιραίως εγείρει για πολλούς Ευρωπαίους σημαντικά ερωτηματικά ως προς τη θέση της στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), αλλά και ως προς την ικανότητά της να υποστηρίζει πολιτικές που άμεσα ή έμμεσα στρέφονται εναντίον της Ρωσίας (κοινή άμυνα, πολιτική κυρώσεων κ.λπ.).

»Στο παρελθόν και σε ανάλυση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικής Πολιτικής (ECFR) η Ελλάδα είχε χαρακτηρισθεί ως ο “δούρειος ίππος” της Ρωσίας στην ΕΕ. Όσο υπερβολικός κι αν υπήρξε ο χαρακτηρισμός αυτός, εξέφραζε μια βαθιά αντίληψη που είχαν για τη χώρα σημαντικοί παράγοντες της ΕΕ και των κρατών-μελών. Τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα δεν διευκολύνουν και πολύ στην εξάλειψη των όποιων αρνητικών αντιλήψεων (ή στερεοτύπων) έχουν διαμορφωθεί –των αντιλήψεων, ορθών ή  εσφαλμένων αδιάφορο, ότι η Ελλάδα αποτελεί μια πολύ ειδική περίπτωση χώρας-μέλους της ΕΕ, είτε πρόκειται για την οικονομική κρίση, την διοικητική της ανεπάρκεια, τον βαθύτερο γεωπολιτικό της προσανατολισμό, την πολιτική της κουλτούρα κ.λπ. …».

Στην παραπάνω αντίληψη για την «χώρα-ειδική περίπτωση» θα πρέπει να προσθέσουμε και την ανήκουστη απόφαση της κυβέρνησης να μην συμμετάσχει η Ελλάδα στις εκδηλώσεις που οργάνωσε η Εσθονία, ως Προεδρία του Συμβουλίου της ΕΕ, για την Ημέρα Μνήμης (23/8) των Θυμάτων Όλων των Ολοκληρωτικών και Αυταρχικών Καθεστώτων (όπως έχει ορισθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) και σε σχετικό συνέδριο. Και, το χειρότερο, η απόφαση κοινοποιήθηκε στην Εσθονία με την κατάπτυστη επιστολή του υπουργού Δικαιοσύνης που ουσιαστικά αποτελούσε ύμνο στον κομμουνιστικό ολοκληρωτισμό. Και όλα αυτά στην Εσθονία, χώρα που για δεκαετίες βίωσε την κομμουνιστική εμπειρία! Αλήθεια, με ποιο «πρόσωπο» εμφανίζεται ο κ. Κοντονής στο Συμβούλιο υπουργών Δικαιοσύνης της ΕΕ;

«Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της δημοφιλίας της ΕΕ στην χώρα αλλά και την αμφιλεγόμενη κυβερνητική πολιτική απέναντι στην ΕΕ, δεν δημιουργούν τις καλύτερες προοπτικές για το μέλλον της Ελλάδας στην δημοκρατική Ευρώπη. Επομένως κάτι πρέπει να αλλάξει επειγόντως, για να μην βρεθούμε κάπου με το Βιετνάμ και τις Φιλιππίνες (και την Τανζανία ίσως)...», έγραφε ο Π. Ιωακειμίδης.

Ένα πρώτο ερώτημα που γεννάται από αυτά που προηγούνται είναι αυτό της ακτίνας του ελληνικού φιλορωσισμού. Κατά δεύτερο δε λόγο, πόσοι Έλληνες γνωρίζουν πώς η Ρωσία βλέπει την Ελλάδα και τί έχει κάνει για την χώρα μας ώστε να δικαιολογείται η ρωσολαγνεία;

Αν κρίνουμε από την φιλοσοβιετική πολιτική των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου την δεκαετία τού 1980, την πλύση εγκεφάλου του ΚΚΕ για την Ελλάδα και την ακροδεξιά ρητορεία των τελευταίων χρόνων για την Ορθοδοξία και την στήριξή της από την Ρωσία, τα αποτελέσματα που προαναφέρονται κάθε άλλο παρά έκπληξη προκαλούν. Είναι το λαμπρό αποτέλεσμα μίας μνημειώδους αποπληροφόρησης, η οποία σήμερα έχει ισχυρότατες αρθρώσεις σε ολόκληρη την κοινωνία –έτσι ώστε να υπάρχει έντονη φιλορωσική παρουσία στην πολιτική, στα Μέσα μαζικής επικοινωνίας, στο ποδόσφαιρο και σε ζωτικούς πολιτικο-θρησκευτικούς τομείς.

Παρ’ όλα αυτά, η Ρωσία σήμερα (και η ΕΣΣΔ το παρελθόν) απέχει πολύ από τού να δικαιολογεί την άκριτη ρωσολαγνεία ενός λαού, ο οποίος όμως έχει σοβαρό πρόβλημα με την γνώση και την κριτική σκέψη: αμφότερες δεν τις έχει σε μεγάλη εκτίμηση, εξ ου και τα τραγικά του λάθη που τον έφεραν στην σημερινή του κατάσταση…

 

Μύθοι και αλήθεια

Την 27η Αυγούστου 1992, σχολιάζοντας στο κύριο άρθρο του στον ΟΤ την από μέρους της Ρωσίας αναγνώριση της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας», ο Γιάννης Μαρίνος, αναφερόμενος στην τότε διπλωματική πρωτοβουλία του Ρώσου προέδρου Μπορίς Γέλτσιν, έγραφε, μεταξύ άλλων, και τα ακόλουθα αποκαλυπτικά:

«Ο Ρώσος πρόεδρος επέλεξε να προβεί στην αναγνώριση αυτή ενώ βρισκόταν στην Σόφια για επίσημη επίσκεψη και επειδή “πείσθηκε” από τον Βούλγαρο συνάδελφό του πρόεδρο Ζέλιου Ζέλεφ. Η αναγνώριση έγινε με την μορφή της αποδοχής των βουλγαρικών θέσεων, όπως δήλωσε η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Βουλγαρίας κ. Β. Μομτόσεβα, η οποία χαρακτήρισε δημόσια το γεγονός ως “νίκη της βουλγαρικής διπλωματίας”. Αλλά η βουλγαρική φόρμουλα –θα’ πρεπε να υπενθυμίσουμε– αναγνωρίζει μεν την ανεξαρτησία και το όνομα “Μακεδονία” του νέου κρατιδίου, χωρίς όμως και να αποδέχεται ότι υφίσταται και Μακεδονική εθνότητα, όπως την προβάλλουν οι Σκοπιανοί και όπως αποδέχονται οι άλλες κυβερνήσεις είτε τούς έχουν αναγνωρίσει είτε όχι ακόμα. Το τί σημαίνει αυτό το λένε οι ίδιοι οι Σκοπιανοί, οι οποίοι κάθε άλλο παρά συμπλέουν με τους Έλληνες σχολιαστές που έσπευσαν να αγανακτήσουν διότι ο Γιέλτσιν και η Ρωσία αποκαλύφθηκαν φιλοσκοπιανοί, προδίδοντας την “μακραίωνα ελληνορωσική φιλία”.

»Ο κ. Γέλτσιν, έτσι όπως αναγνώρισε τα Σκόπια ως Μακεδονία, έδωσε το δικαίωμα στην Βουλγαρική κυβέρνηση να διεκδικήσει εν καιρώ την προστασία και, γιατί όχι, την προσάρτηση του μεγαλύτερου τουλάχιστον μέρους των εδαφών της νέας αυτής χώρας, αφού η Σόφια ανέκαθεν θεωρούσε τους περισσότερους Σλάβους κατοίκους της ως Βουλγαρικής καταγωγής, όπως και λέγεται ότι είναι.

»Έτσι, η αναγνώριση Γέλτσιν “σε φόρμουλα Ζέλεφ” μπορεί να θεωρηθεί όχι και τόσο επιβλαβής για τα ελληνικά συμφέροντα, φρονούν κάποιοι σχολιαστές, αφού έτσι αναζωπύρωσαν τις βουλγαρικές διεκδικήσεις σε τμήμα της πολυεθνικής υπό αναγνώριση Δημοκρατίας, όπως άλλωστε πράττει η άλλη συμπαγής εθνότητα που κατοικεί στο Δυτικό κυρίως τμήμα του κρατιδίου και που γίνεται δεκτή ακόμα και από τα Σκόπια ως Αλβανική.

»Είναι λοιπόν προφανές ότι η Ρωσική αναγνώριση εμπεριέχει εξ αρχής το σπέρμα της αμφισβήτησης, αφού ενθαρρύνει τον διαμελισμό του νέου κρατιδίου εις τα εξ ων συνετέθη –δηλαδή μεταξύ Βουλγάρων και Αλβανών κατ’ αρχήν, αλλά και της Ελλάδας, όπως φοβούνται πολλοί Δυτικοί σχολιαστές μολονότι δεν φαίνεται να το δέχεται κανένας Σλάβος). Δηλαδή, πίσω από την αναγνώριση Γέλτσιν οι ειδικοί βλέπουν να προωθείται το παλαιό όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας, έστω και αν κατά προέκταση θα οδηγούσε και στην έναρξη υλοποίησης του αντίστοιχου ονείρου των Τιράνων για την Μεγάλη Αλβανία.

»Αξίζει να παρατηρηθεί ότι, ενώ ορισμένοι μάλλον ανιστόρητοι και απληροφόρητοι Έλληνες σχολιαστές έβγαλαν τον Γέλτσιν φιλοσκοπιανό και υποστηρικτή του Γκλιγκόρωφ, οι ίδιοι οι κυβερνώντες τα Σκόπια μέσω του ελεγχόμενου από αυτούς Τύπου δεν έκρυψαν την ανησυχία τους. Διότι η αναγνώριση Γέλτσιν υποστηρίζει τις Βουλγαρικές θέσεις για την Μακεδονία, οι οποίες δεν δέχονται την ύπαρξη Μακεδονικού Έθνους (Καθημερινή, 7.8.92). Ο επίσημος σχολιαστής του Κρατικού Ραδιοσταθμού των Σκοπίων κ. Λιουμπομίρ Γκάττοφ εξέφρασε ανοικτά την ανησυχία του, αφού έτσι ενισχύεται η άποψη των κύκλων εκείνων της Σόφιας που αναθερμαίνουν το όραμα της Μεγάλης Βουλγαρίας. Και το σχόλιο του ραδιοσταθμού των Σκοπίων διευκρίνιζε με κρυστάλλινη σαφήνεια τί εννοεί:

Η μοναδική σκιά που πέφτει στην χθεσινή και σημερινή ημέρα (της αναγνώρισης) είναι το ερώτημα για το αν πρόκειται για κάτι τυχαίο, σχετικά με την δήλωση του Γέλτσιν στην Σόφια, ότι “η Ρωσία υποστηρίζει την βουλγαρική πολιτική έναντι της Μακεδονίας”. Διότι αυτό θυμίζει το άδοξο ρωσικό σχέδιο της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου για την Μεγάλη Βουλγαρία, για το οποίο ακόμη και σήμερα τρέφουν αυταπάτες όχι μόνο στην Σόφια, πράγμα για το οποίο η καλύτερη απόδειξη είναι η βουλγαρική αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας –όχι όμως και του μακεδονικού λαού. Αυτό δυστυχώς γυρίζω πίσω το τραγικό φιλμ για την Μακεδονία τα τελευταία διακόσια χρόνια, στο οποίο εκτός από τους μισούς πρωταγωνιστές την Βουλγαρία και την Σερβία, παραμένουν και οι μεγάλοι: η Ρωσία, η Τουρκία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Βρεταννία, η Γερμανία. Νέα είναι μόνον η Αμερική. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο που η Ρωσία ήρθε σήμερα να ανακοινώσει επίσημα ότι ζητάει το βαλκανικό κομμάτι.

»Προσέξτε την κατάληξη του σχολίου, γιατί εκεί βρίσκεται ίσως η ουσία της ρωσικής αναγνώρισης, η οποία εδώ στην Ελλάδα επιμελώς υποβαθμίστηκε από εκείνους που ξέρουν το θέμα αλλά έχουν τους προσωπικούς τους λόγους να το συσκοτίζουν.

»Περί τίνος λοιπόν πρόκειται; Μα οι τακτικοί και επιμελείς αναγνώστες του ΟΤ γνωρίζουν πολύ καλά, αφού το έχουμε ήδη γράψει κατ’ επανάληψιν στο παρελθόν και κατά τον πιο σαφή και αποκαλυπτικό τρόπο στις 11 Ιουνίου, στο ειδικό αφιέρωμά μας για την Μακεδονία. Νομίζω αξίζει να αναδημοσιεύσουμε αυτά που είχαμε γράψει τότε, διότι αν μη τί άλλο αποδεικνύουν ότι η αναγνώριση Γέλτσιν (5.8.92) δεν έπεσε ως κεραυνός εν αιθρία, όπως εμφανίστηκε από ορισμένες ελληνικές εφημερίδες:

“Η πανηγυρική αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας από την Ρωσία, παρά τα όσα ψέμματα μάς είχαν πει οι εδώ διπλωμάτες της και τα εν Μόσχα αφεντικά τους –και παρά τις γελοιότητες με τις οποίες προσπάθησε ο υπουργός Εξωτερικών κ. Κοζίρεφ να μάς πείσει ότι άλλο Μακεδονία και άλλο Μακεντονίγια!– δίνει το σωστό στίγμα. Καθώς πεθαίνει η Γιουγκοσλαβία, σπεύδουν οι μακρυνοί συγγενείς και φίλοι για να διεκδικήσουν κληρονομικά οφέλη. Δηλαδή την επιρροή και από αυτούς εξάρτηση (πολιτική, οικονομική, ακόμα και πολιτιστική) των δημιουργούμενων νέων κρατών.

”Αυτό είναι νομίζω το καίριο θέμα. Γι’ αυτό και ο Τύπος όλων των ενδιαφερομένων δυνάμεων (ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Βρεταννία) γίνεται έξω φρενών που ανακατευόμαστε κι εμείς. Τί θέλει μια χώρα τσόντα, που τούς χρωστάει και του κόσμου τα δισεκατομμύρια δολλάρια, να μιλάει για φιλίες και συνεργασίες με τους βόρειους γείτονες; Και ο καλύτερος τρόπος να αποτραπεί είναι να μάς πατήσουν το εθνικό μας φιλότιμο. Να ίσως γιατί υπερασπίζονται τον κ.Γκλιγκόρωφ στην εμμονή του για το όνομα της Μακεδονίας. Γιατί αν το εγκαταλείψει, τότε η Δημοκρατία των Σκοπίων θα συνεργασθεί κατ’ ανάγκην με την Ελλάδα και συνεπώς θα ενταχθεί στην επιρροή της χώρας μας. Κάτι που δεν το θέλει κανείς από τους μεγάλους και φυσικά ούτε η Τουρκία, που τόση ανάγκη αισθάνονται ότι την έχουν οι Δυτικοί μας σύμμαχοι ως αντίπαλον δέος του Ιράν στο μωαμεθανικό υπογάστριο της τέως ΕΣΣΔ, που και αυτή μετά την διάλυσή της είναι μήλον έριδος (ForSale, το λένε οι αγγλοσάξονες) στον πόλεμο των ζωνών επιρροής.

”Έτσι φυσικό ήταν να αιφνιδιάσει τους πάντες (ακόμα ίσως και τους Δυτικούς) η Ρωσία, η οποία, καθώς τούς βλέπει διστακτικούς και σε σύγχυση, χτύπησε ξαφνικά παίρνοντας την πρωτιά. Αναγνωρίζει πρώτη εκ των μεγάλων δυνάμεων τα Σκόπια δηλώνοντας εκ νέου το ζωτικό ενδιαφέρον της στην περιοχή και διεκδικώντας τον ρόλο του Μεγάλου Αδελφού μεταξύ των Σλαβικών λαών της Βαλκανικής. Πολύ φυσικό και δικαιολογημένο, άλλωστε.

”Και οι πατροπαράδοτοι δεσμοί φιλίας μεταξύ Ρωσίας και Ελλάδας; Ένας ακόμα έξυπνος μύθος που βάδισε παράλληλα με τον διάτρητο μύθο των πατροπαράδοτων φιλικών σχέσεων Ελλάδας και Σερβίας. Αλήθεια, μα δεν διαβάζουμε ποτέ Ιστορία; Δεν έχουμε μνήμη; Τουλάχιστον πρόσφατη; Μα από το 1944 έως το 1949 ποιοι εξόπλισαν και κάλυψαν τον τηλεκατευθυνόμενο από αυτούς Δημοκρατικό Στρατό για να αποσπασθεί η Ελληνική Μακεδονία και να ενταχθεί στην Λαϊκή Μακεδονία του Αιγαίου; Δεν ήταν η Γιουγκοσλαβία του “φίλου” μας του Τίτο και η Ρωσία του “φίλου” μας του Στάλιν; Έτσι άραγε συμπεριφέρονται οι πατροπαράδοτοι φίλοι;”

    »Τα προαναφερθέντα είχαν γραφτεί μετά τις γνωστές δηλώσεις Κοζίρεφ με τα γνωστά ιλαροτραγικά επιχειρήματα, με τα οποία προσπάθησε να πείσει την διεθνή κοινή γνώμη ότι άλλο “Μακεδονία” και άλλο “Μακεντονίγια”. Ασφαλώς ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, όσο νεαρός κι αν είναι, δεν μπορούσε να προβεί σε τόσο ανόητες δηλώσεις αν δεν γνώριζε και αν δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να πείσει για το δικαιολογημένο της αναγνώρισης της “Δημοκρατίας της Μακεδονίας”.

»Άλλωστε, όπως έγραψε η Καθημερινή στις 6.8, “η απόφαση της αναγνώρισης διαμορφώθηκε κατά την διάρκεια της Πανσλαβικής Διασκέψεως, που είχε πραγματοποιηθεί τον Μάϊο στην Μόσχα”. (Κρατείστε υπό σημείωση και τον όρο Πανσλαβική). Και να προσθέσουμε ότι ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου Γέλτσιν, κ. Βιτσισλάβ Κοστίκοφ, ήταν σαφής σε συνομιλία του με τον εκπρόσωπο Τύπου της ελληνικής πρεσβείας στην Μόσχα κ. Σακελλαρίου: “Η Ρωσία”, τόνισε, “ακολουθεί την δική της πολιτική στην Ευρώπη και στα Βαλκάνια. Συμπορευόμαστε με την Βουλγαρία στο θέμα της Μακεδονίας, αλλά η Ρωσία έχει την δική της πολιτική”.

»Το ποια είναι η δική της, η ρωσική, πολιτική στα Βαλκάνια το γνωρίζουν όσοι διαβάζουν Ιστορία αλλά και όσοι κάποιας ηλικίας έχουν μνήμη –και φυσικά δεν έχουν γίνει θύματα του μύθου της “πατροπαράδοτης” και αδιατάρακτης Ελληνορωσικής φιλίας. Να υπενθυμίσουμε και πάλι τί γράφαμε στον ΟΤ στις 19 Μαρτίου 1992 (προκαλώντας την οργή των αριστερών “προοδευτικών” και “δημοκρατικών” δυνάμεων:

“Όταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης επέβαλε την σιδηρά και ολοκληρωτική εξουσία του στην πρώην Ρωσία, υιοθέτησε και τα Πανσλαβικά σχέδια και οράματα των ενδόξων Τσάρων Μεγάλου Πέτρου και Αικατερίνης Β’, που ήθελαν έξοδο των Σλάβων στο Αιγαίο. Μέσω του Πανσλαβισμού το ΚΚΣΕ έβλεπε να διευκολύνεται η επέκταση και επιβολή του κομμουνιστικού συστήματος και κατά προέκταση της εκ Μόσχας κυβερνώμενης αυτοκρατορίας του κακού (όπως την αποκαλούσε ο τέως πρόεδρος Ρήγκαν μέχρι πριν 3-4 χρόνια). Έτσι ο Στάλιν επέβαλε μέσω της Κομμουνιστικής Διεθνούς την αξίωση του σχηματισμού αυτόνομου κράτους της Μακεδονίας στα εδάφη της οποίας θα περιλαμβανόταν και η Ελληνική Μακεδονία. Με τον τρόπο αυτόν η κομμουνιστική επικυριαρχία θα εύρισκε διέξοδο στο Αιγαίο.

”Εκμεταλλευόμενο το Κρεμλίνο την σλαβική συγγένεια των βαλκανικών λαών και χρησιμοποιώντας ως αιχμή του δόρατος τα Κομμουνιστικά Κόμματα των προπολεμικά δεξιών απολυταρχικών καθεστώτων, βρήκε απροσδόκητο σύμμαχο το εθελόδουλο ΚΚΕ, που δέχθηκε, χάριν της διεθνούς αλληλεγγύης των Κομμουνιστών, να εκχωρήσει την Ελληνική Μακεδονία ως τμήμα του διεκδικούμενου Σλαβικού Μακεδονικού κράτους. (Πώς και μέσα από ποιες φάσεις πέρασε αυτή η ολέθρια για τον τόπο πολιτική του Γραικυλικού ΚΚΕ περιγράφεται και αποδεικνύεται στο συγκλονιστικό μελέτημα του Βασίλη Θασίτη που δημοσιεύθηκε στον ΟΤ της 13ης Φεβρουαρίου 1992).

”Το ότι τα σχέδια της Κομμιντέρν συνέπλεαν με το όνειρο της Μεγάλης Βουλγαρίας δεν είναι καθόλου άσχετο, φυσικά, με το γεγονός ότι επικεφαλής αυτού του κομμουνιστικού οργανισμού ήταν ο ήρωας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος Βούλγαρος Γκεόργκι Δημητρώφ. Διερωτάται μάλιστα κανείς αν η Μόσχα επέβαλε στην Κομμουνιστική Διεθνή το πανσλαβικό της σχέδιο ή μήπως ο Δημητρώφ το υπέδειξε στην Μόσχα, ώστε να εξυπηρετήσει το εθνικιστικό όνειρο των δικών του συμπατριωτών για την Μεγάλη Βουλγαρία. Ούτως ή άλλως, το ένα σχέδιο είναι προέκταση του άλλου.”».

    Στο παραπάνω άρθρο του ο Γιάννης Μαρίνος επισημαίνει, πολύ σωστά, και τον φιλοτουρκισμό του Λένιν –ο οποίος, για να εξυπηρετήσει τα γερμανικά συμφέροντα στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπήρξε ο μεγάλος χρηματοδότης του Κεμάλ στον πόλεμό του με την Ελλάδα. Υπό αυτήν δε την έννοια, με την αποστολή άφθονου χρυσού στον Κεμάλ, ο αδίστακτος και φανατικός μπολσεβίκος συνέβαλε στην Μικρασιατική Καταστροφή.

    Όσο για τις δήθεν καλές σχέσεις της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με την αντίστοιχη Ελληνική και το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, οι ρωσολάγνοι καλά θα έκαναν να απευθυνθούν στην Ιστορία από τον 18ο αιώνα και μετά. Θα πληροφορηθούν ότι η ρωσική και η ελληνική Ορθοδοξία βρίσκονται σε μόνιμη φάση αντιπαράθεσης, η οποία σήμερα έχει και ξεκάθαρο ιδεολογικό χαρακτήρα. Ως γνωστόν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης τάσσεται υπέρ μίας κοινής πολιτικής με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής, η οποία διατηρεί άριστες σχέσεις με τον Λευκό Οίκο. Στην Μόσχα, όμως, ο Πατριάρχης Κύριλλος είναι έμπιστος του προέδρου Βλαδίμηρου Πούτιν και στηρίζει πλήρως την αντιδυτική του πολιτική και τις πανσλαβικές επιδιώξεις του.

    Η Μόσχα, υποστηρίζουν παράγοντες του Οικουμενικού Πατριαρχείου, από πολιτικής και εκκλησιαστικής πλευράς επιδιώκει την ανάπτυξη της Πανσλαβικής Ιδεολογίας και τον έλεγχο των Ορθοδόξων ανά την γη. Μέσω του ελέγχου αυτού θέλει να τονώσει το πολιτικό της κύρος και φέρνει έτσι στο προσκήνιο, με την βοήθεια και την στήριξη του προέδρου Πούτιν, την παλαιά πολιτική των Τσάρων και το ιδεολόγημα της «Τρίτης Ρώμης». Κάθε φορά όμως που η πολιτική ενεπλέχθη στα Εκκλησιαστικά, με την καταπάτηση των θείων και ιερών κανόνων, ήλθε καταστροφή και διαίρεση στην εκκλησιαστική ενότητα.

    Αξίζει τον κόπο να σημειώσουμε ότι τις παραπάνω εκτιμήσεις επιβεβαιώνει τελικά και ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος Βλαδίμηρος Πούτιν, τονίζοντας –σε όποιους θέλουν να τον καταλάβουν– ότι οι σχέσεις του με την Εκκλησία της Μόσχας είναι πολύ στενές και με βαθύ πολιτικό περιεχόμενο. Στο σημείο αυτό, όμως, ανοίγει ο δρόμος για ένα άλλο τεράστιο θέμα, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τις φιλοδοξίες αυτού του βιβλίου.













 

Διαβάστε επίσης