Η υπερφορολόγηση συρρικνώνει την Οικονομία

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ, ΤΟΜΕΑΡΧΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΔΕ ΑΧΑΪΑΣ

Από το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2018, προκύπτει ότι, μολονότι το 2017 επιβλήθηκαν 2,5 δισ. ευρώ νέοι φόροι, τα έσοδα του κράτους θα υστερήσουν κατά 1,8 δισ. ευρώ. Η φοροδοτική ικανότητα των Ελλήνων έχει προ πολλού εξαντληθεί. Αυτό αποδεικνύεται και από τις χιλιάδες κατασχέσεις που καθημερινά επιβάλλει το κράτος σε τραπεζικούς λογαριασμούς και ακίνητα φορολογουμένων.

Χρειάζεται επομένως επανασχεδιασμός του φορολογικού συστήματος ώστε η παραγωγή (εργασία και κεφάλαιο) να φορολογείται λιγότερο, δηλαδή χαμηλότεροι φορολογικοί συντελεστές στα εισοδήματα και στα εταιρικά κέρδη. Συγχρόνως να απλοποιηθεί το φορολογικό σύστημα, για παράδειγμα όλα τα εισοδήματα να φορολογούνται με τον ίδιο συντελεστή ανεξαρτήτως προέλευσης. Αν πραγματοποιηθούν βαθιές μεταρρυθμίσεις, καταρχήν σε φορολογικό, αλλά και στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τότε η οικονομία θα αναπτυχθεί με ταχείς ρυθμούς και το χρέος δεν θα είναι σημαντικό βαρίδι.

Επίσης είναι αναγκαίο να ανοίξουν οι αγορές προϊόντων αντί να κλείνουν με κινήσεις οπισθοδρόμησης (πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο για τα ταξί), αλλά να προχωρήσουν και οι ιδιωτικοποιήσεις έτσι ώστε να εξασφαλίζουν τον μέγιστο δυνατό ανταγωνισμό όχι μόνο κατά την πώληση αλλά, κυρίως μετά από αυτήν, αποφεύγοντας την μετατροπή των κρατικών μονοπωλίων, σε ολιγοπώλια με μεγάλα κέρδη.

 Δεν πρέπει δε να αγνοείται, ότι η υπερφορολόγηση αποτρέπει τη δημιουργία θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα για εξειδικευμένο προσωπικό όπου οι απαιτούμενες αμοιβές είναι υψηλότερες. Για αυτούς τους ανθρώπους οι ευκαιρίες στην Ελλάδα θα παραμένουν λίγες και η φυγή στο εξωτερικό θα είναι μια ελκυστική λύση. Παράλληλα αν οι φορολογικοί συντελεστές για την εργασία και το κεφάλαιο παραμείνουν υψηλοί, αυτό θα υπονομεύει τις μακροχρόνιες προοπτικές ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει αν οι δαπάνες σε τομείς-κλειδιά όπως η εκπαίδευση και η υγεία παραμείνουν χαμηλές. Βέβαια σημασία δεν έχει μόνο το ύψος των δαπανών, αλλά και η αποτελεσματικότητά τους.

Μέσα στα πλαίσια των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ένας τομέας που χρήζει εκ βάθρων αλλαγή, είναι το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας για τους ασθενέστερους, καθ’ ότι ουσιαστικά δεν υφίσταται. Πρέπει να σχεδιαστεί ως μέρος του φορολογικού συστήματος, και να λάβει τη μορφή ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που ενδεχομένως να συνδυάζεται με ένα αρνητικό φορολογικό συντελεστή για τα χαμηλά εισοδήματα έτσι ώστε να υπάρχουν ισχυρά κίνητρα ανεύρεσης βιώσιμης εργασίας και όχι ευέλικτης και αδήλωτης.

Μην ξεχνάμε ότι οι αλλεπάλληλες μειώσεις συντάξεων και αυξήσεις εισφορών κατά την κρίση, απέφεραν μικρό δημοσιονομικό όφελος, καθώς οι συντάξεις μετά τις μειώσεις είχαν ακόμα μικρότερη σχέση με τις εισφορές που οι συνταξιούχοι είχαν καταβάλλει κατά τη διάρκεια του εργασιακού τους βίου. Επομένως οι εισφορές αντιμετωπίζονται πλέον ως φόρος στην εργασία. Αυτό μειώνει τα κίνητρα για εργασία και αυξάνει την εισφοροδιαφυγή.

Κατά συνέπεια η αντιμετώπιση των στρεβλώσεων της ελληνικής οικονομίας, είναι συνάρτηση των μεταρρυθμίσεων και της ανάπτυξης και τούτο γιατί ενώ τα δημοσιονομικά ελλείμματα έχουν εξαλειφθεί, κάποιες βασικές δομές της δεν έχουν αλλάξει συγκριτικά με ότι ίσχυε πριν την κρίση.

Όλα αυτά τα ζητήματα θα τεθούν πάνω στο τραπέζι κατά την συζήτηση  που θα ανοίξει, σχετικά με την καθαρή έξοδο από Μνημόνιο. Ακόμα και αν η χώρα μπορεί να καλύπτει πλήρως τις δανειακές της ανάγκες από τις αγορές, θα βρίσκεται υπό καθεστώς επιτήρησης μέχρι να αποπληρώσει και το 75% του χρέους της προς τους εταίρους. Οπότε καθαρή έξοδος με την έννοια ότι επιτήρηση δεν θα υπάρχει, δεν πρόκειται να συμβεί. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να μη χρειαστούμε ένα "μαξιλάρι ασφαλείας" από τους εταίρους, έστω με τη μορφή πιστοληπτικής γραμμής, όταν θα απουσιάζει μια σταθερή αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας μας.

 

Διαβάστε επίσης