Ενας ακόμη κύκλος χωρίς αναπτύξη

του Νίκου Χριστοδουλακη, πρώην υπουργου

Το επίσημο κείμενο είναι γραμμένο στο «πατρόν» της γενικής συμβουλευτικής, ώστε όλες οι πλευρές να διαβάζουν αυτό που θέλουν και να έχουν το πρόσχημα θριαμβολογίας στα εσωτερικά τους ακροατήρια, αλλά δεν δρομολογεί κάτι νέο. Για παράδειγμα, οι συμβουλές που δίνει στην Ελλάδα και στην ΕΕ να κινητοποιηθούν για τα κοινοτικά κονδύλια και να σχεδιάσουν μαζί μία «ολιστική προσέγγιση» για την ανάπτυξη, λέγονται εδώ και χρόνια, χωρίς κανείς να αναρωτηθεί γιατί άραγε μέχρι τώρα δεν υλοποιούνται. Οι αναφορές για το χρέος δεν αφορούν μόνιμες ελαφρύνσεις αλλά μόνον διευκολύνσεις στον χρόνο πληρωμής –πρακτική που ήδη εφαρμόζεται εκτεταμένα από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM). Τα πλαφόν των χρηματοδοτικών αναγκών στο 15% του ΑΕΠ μεσοχρόνια και στο 20% αργότερα είναι απλώς υποθέσεις εργασίας που κάνουν οι μελέτες βιωσιμότητας χρέους, χωρίς καμμία ανάλυση για το πώς θα διασφαλιστούν.

Η λεγόμενη «ρήτρα ανάπτυξης» είναι μία απλή πρόνοια μετάθεσης πληρωμών εάν η οικονομία βρεθεί σε «απροσδόκητα δυσμενείς» συνθήκες, όπως είχε ήδη συμφωνηθεί τον Μάϊο 2016 στο Eurogroup. Η εκταμίευση της δόσης θα μπορούσε και αυτή να είχε εγκριθεί από πέρυσι, πράγμα που θα είχε γλιτώσει την αγορά από μία ακόμη χρονιά πιστωτικής ασφυξίας και την οικονομία από την πρόσφατη δέσμη μέτρων.

Για να σπάσει ο αδιέξοδος κύκλος χρειάζεται να αντιστρέψουμε την λογική που τον τροφοδοτεί. Μέχρι τώρα κυνηγάμε μαξιμαλιστικές ρυθμίσεις για το χρέος με την αφελή προσδοκία ότι, με κάποιον αυτόματο τρόπο, η Ελλάδα θα μπει σε τροχιά ανάπτυξης, χωρίς εσωτερική προσπάθεια και πολιτικές σκοτούρες. Το πραγματικό αποτέλεσμα, όμως, είναι ότι παραμένουμε σε στασιμότητα και μετά οι πιστωτές επιβάλλουν περισσότερες –και όχι λιγότερες– δεσμεύσεις, όπως ακριβώς έγινε και με την πρόσφατη απόφαση. Διότι μπορεί μεν όλα τα θέματα ελάφρυνσης χρέους να είναι λεκτικές υποσχέσεις, αλλά η απόφαση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ επί πέντε χρόνια και 2% για άλλα σαράντα, είναι απόλυτα δεσμευτική και θα εγκλωβίσει την χώρα σε μία παρατεταμένη κατάσταση χαμηλής ανάπτυξης. Αρκεί να θυμηθούμε ότι το 2016 οι χώρες της ευρωζώνης πέτυχαν κατά μέσον όρο πρωτογενές πλεόνασμα κάτω της μίας μονάδας, αν και είχαν μεγέθυνση του ΑΕΠ 2,7%, ενώ στην Ελλάδα το υψηλό πλεόνασμα είχε τίμημα την απόλυτη στασιμότητα του ΑΕΠ.

Σε τέτοιες συνθήκες, το χρέος δεν θα μπορέσει να μειωθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, οι αγορές (τις οποίες, ξαφνικά, όλοι τώρα τις αγαπούν) θα το μεταφράζουν σε ρίσκο της χώρας, το κόστος δανεισμού θα διογκώνεται και όλα μαζί θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν το σπιράλ ύφεσης και υπερχρέωσης.

Η λύση είναι να τεθεί η ανάπτυξη ως πρωταρχικός όρος, όχι μόνον για την βιωσιμότητα του χρέους αλλά, κυρίως, για την επανεκκίνηση και επιβίωση της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτή την περίπτωση χρειάζεται ένα διαφορετικό μείγμα πολιτικής, με προτεραιότητες και στόχους που συνοψίζονται ως εξής:

*Τα πρωτογενή πλεονάσματα μειώνονται στο 1,50% του ΑΕΠ και διατίθενται στην εξόφληση χρέους.

*Η Ελλάδα δεσμεύεται μεν να συνεχίσει την δημοσιονομική προσπάθεια, αλλά με στόχο να διαθέτει άλλο 1,5%-2% του ΑΕΠ σε επενδύσεις και στήριξη της παραγωγής ώστε να βελτιωθεί ο ρυθμός ανάπτυξης.

*Αυτό, με την σειρά του, θα επιτύχει ταχύτερη μείωση του χρέους κάτω από 100% στα μέσα της δεκαετίας του 2020, διότι όσο πιο υψηλός είναι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ τόσο πιο γρήγορα πέφτει όταν αυξάνεται το ΑΕΠ παρά όταν ισόποσα μειώνεται το χρέος. Με ένα παράλληλο πρόγραμμα μείωσης ασφαλιστικών εισφορών και φόρων, η ελληνική οικονομία μπορεί να ωφεληθεί από την ενίσχυση ρευστότητας, την μείωση των κινήτρων αδήλωτης εργασίας και την αύξηση απασχόλησης.

Η αλλαγή πολιτικής χρειάζεται όμως και επανεξέταση της συμμετοχής του ΔΝΤ, η οποία μετά την πρόσφατη απόφαση γίνεται ακόμα πιο ανεξήγητη και αλλοπρόσαλλη. Απαίτησε και επέβαλε την πρόσφατη δέσμη μέτρων χωρίς να συνεισφέρει ούτε ένα συμβολικό ποσόν στο νέο δάνειο. Λέει ότι το χρέος είναι μεγάλο και καλεί τους άλλους να το μειώσουν, αλλά το ίδιο μάς χρεώνει επιτόκια σε τετραπλάσια επίπεδα από τον ESM. Στην ουσία, το θέλουν οι πιο συντηρητικοί κύκλοι, όχι για την λεγόμενη τεχνογνωσία του, που απέτυχε παταγωδώς, αλλά ως φόβητρο επιβολής όσων υπαγορεύουν. Αν συνεχίσει να εποπτεύει το ελληνικό πρόγραμμα, η εγνωσμένη αποτυχία του θα επαναληφθεί συντόμως.