Ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση και ανάκαμψη της Οικονομίας

ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΑΡΒΕΛΗ, ΤΟΜΕΑΡΧΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΝΟΔΕ ΑΧΑΪΑΣ

Η υπερφορολόγηση στην Ελλάδα έχει προ πολλού ξεπεράσει όλα τα όρια και τα διεθνή στάνταρ, καταρρίπτοντας  και όλες τις οικονομικές θεωρίες, τους δείκτες, τα γραφήματα και όλες τις σχετικές μελέτες.

Πλέον, όπως σημειώνουν παράγοντες της αγοράς, έχει ξεπεραστεί η φοροδοτική ικανότητα ιδιωτών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της ήδη καταπονημένης ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα αδυνατεί να φέρει τα προσδοκώμενα έσοδα στο κράτος, με επίπτωση την υστέρηση από δημιουργικά και απαραίτητα κεφάλαια.

Οδηγεί σε άμυνα, συρρίκνωση, απόκρυψη και αποφυγή κάθε νόμιμης οδού, σκοτώνοντας και την ψυχολογία της αγοράς αλλά και το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Κυρίως, σκοτώνει τη σχέση του κράτους με τον πολίτη, υποσκάπτει την αίσθηση της κοινωνίας και της συλλογικότητας προς ένα κοινό καλό.

Την τελευταία 8ετία, χάθηκαν 38 δισ. από την αγορά και αυτό γιατί οι φόροι δεν σκοτώνουν την κίνηση και την κατανάλωση. Από τα 77 δισ. ευρώ που ήταν ο τζίρος του εμπορίου το 2008, έχει χαθεί σχεδόν το μισό, όσο δηλαδή ήταν και οι φόροι που επιβλήθηκαν. Ο τζίρος του εμπορίου το 2015 κατήλθε στα 39,8 δισ. ευρώ, ενώ για το 2016 οι εκτιμήσεις και τα στοιχεία μας δείχνουν ότι έπεσε στα 38 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με την «καμπύλη Laffer (σ.σ. μέθοδος που αποδεικνύει ότι από ένα σημείο και μετά όσο και αν επιβάλει περισσότερους φόρους ένα κράτος δεν είναι δυνατόν να τους εισπράξει) δείχνει ότι  το πράγμα έχει ξεπεράσει εντελώς τα όριά του πλέον. Περίπου 4,5 εκατ. Έλληνες πολίτες χρωστούν 94 δισ. ευρώ. Αυτό, δεν βγαίνει, δεν είναι βιώσιμο, δεν μπορεί να συνεχιστεί.

Η δημοσιονομική πολιτική της χώρας πρέπει άμεσα να αλλάξει. Καθίσταται αναγκαία η δημιουργία περισσότερου εθνικού πλούτου, μέσα από ένα νέο εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο, στηριγμένο κυρίως στις δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα. Δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη χωρίς ιδιωτικά κεφάλαια και ισχυρές επιχειρήσεις, ούτε αρκεί μια οριακά θετική μεταβολή ΑΕΠ.

Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να αποτελέσουν την συνισταμένη πάνω στην οποία θα κινηθεί η ανάκαμψη της οικονομίας μας, με γνώμονα  ένα άλλο θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον, που να εμπνέει ασφάλεια και εμπιστοσύνη, καθώς και συνθήκες που να επιτρέπουν στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να παράγουν ανταγωνιστικά προϊόντα, προστιθέμενης αξίας.

Ο μόνος δρόμος για την επιστροφή σε τροχιά δυναμικής και διατηρήσιμης μεσοπρόθεσμα ανάπτυξης, είναι η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, το οποίο θα στηρίζεται στην εξωστρέφεια και στις επενδύσεις. Η οικοδόμηση ενός τέτοιου μοντέλου προϋποθέτει απαραίτητα μια  ανταγωνιστική παραγωγή, η οποία θα προκύψει μέσα από την αξιοποίηση του φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, την καινοτομία, την ποιότητα και τη διαφοροποίηση.

Είναι δεδομένο ότι για να συμβούν  όλα τα παραπάνω χρειάζεται η ύπαρξη ενός ευνοϊκού φορολογικού περιβάλλοντος, το οποίο θα εμπνέει εμπιστοσύνη στους επενδυτές και θα ενθαρρύνει την ανάληψη νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών.

Άρα ένα ριζοσπαστικό φορολογικό σύστημα με άξονες:

Την καθιέρωση ενιαίου χαμηλότερου συντελεστή φορολογίας εισοδήματος επιχειρήσεων με ταυτόχρονη συγκράτηση και αναδιάρθρωση των μη παραγωγικών δαπανών.
Την θέσπιση ενός νέου συστήματος φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων με «μεταβλητό αφορολόγητο» βάσει εισοδημάτων – δαπανών, που μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα για την πάταξη της φοροδιαφυγής.

Τούτο συνίσταται στο γεγονός ότι τα φυσικά πρόσωπα φορολογούμενοι θα μπορούν να αυξάνουν το αφορολόγητο όριό τους μέχρι και του ποσού του συνόλου των δαπανών που έχουν πραγματοποιήσει το έτος κατά το οποίο φορολογούνται τα εισοδήματά τους με τη χρήση πλαστικού χρήματος.

 

Διαβάστε επίσης