Ό,τι πιο ερωτικό γράφτηκε ποτέ για την Πάτρα- Το μύθο που δεν σου΄ταξε, είναι που συναντάς στις λέξεις

για τα σαββατα δίχως μυθο, του κωστα λογαρα

Της Γιώτας Κοντογεωργοπούλου

Αυτό το «δίχως» στον τίτλο, είναι παραπλανητικό. Το μύθο που δεν σου΄ταξε, είναι που συναντάς μέσα στις λέξεις. Τον μύθο που τον πλέκεις αρνούμενος. Σαν τους ερωτευμένους που απαριθμούνε τις πομπές  μετά την απογοήτευση και καταλήγουν να κάνουν ποίηση με τα «δεν», νικημένοι από τον πόθο.

Γιατί η Πάτρα είναι από αυτά τα θηλυκά. Που ερωτοτροπούν με τα «δεν» και με αυτά σε κάνουν «σκλάβο» τους.

Ο Κώστας Λογαράς, το ξέρει. Είμαι σίγουρη ότι σκοπίμως έβαλε αυτό το «δίχως». Για αυτό και το συγκεκριμένο κείμενό του για την Πάτρα, είναι ό,τι πιο ερωτικό γράφτηκε ποτέ για αυτήν, για αυτό και όταν τελειώνεις με τις σελίδες του «Σάββατα δίχως μύθο», οι λέξεις αυτονομούνται και σε ακολουθούν, πάνε και κάθονται πάνω στους δρόμους και τις πινακίδες, στις πλατείες και το τσιμέντο, τρέχουν με το νερό των συντριβανιών, κολλάνε πάνω στις κολώνες και δεν εξατμίζονται κάτω από τον ήλιο, ακόμη και όταν αυτός «ώρα τρεις τα μεσημέρια του Σαββάτου πέφτει κάθετα τα καλοκαίρια πάνω στους όγκους των σπιτιών και μες το φως του τα χωνεύει».

Λες, ολοκληρώνοντας το βιβλίο του Λογαρά, πως έχεις γελαστεί, πώς δεν έζησες, δεν ζεις, σε μια πόλη «άδεια», δε σου΄λαχε να πέσεις στον έρωτα ή τη χρεία μιας κενής... Έχει στα μάτια της ιστορία, είναι περπατημένη και όταν ξεκουράζεται, τις ώρες της σιέστας που έρχονται οι σκέψεις και κάνουν διανομή, έχει πολλά να σου πει. Και πρώτα από όλα ότι πέρασες μα δεν την είδες, πως δεν την πρόσεξες, δεν της είπες πως τη λογάριασες για μοναδική και όμως την έχεις μέσα σου, διαμαρτυρόμενη μα παντοδύναμη. Χωρίς αυτή δεν κάνεις.

«Μπροστά μας μια λουρίδα θάλασσα μας ξεγελάει νύχτα μέρα ότι μπορούμε τάχα να ξεφύγουμε-, μα έτσι να κάνουμε, φτάνουμε πάλι στην απέναντι στεριά. Στην πλάτη μας οι όγκοι των βουνών. Ούτε νησί λοιπόν, σχεδόν στεριά. Ένα πράγμα ερμαφρόδιτο που σε κρατά παγιδευμένο».

Κι όμως...

Είναι ο γενέθλιος τόπος. Το πρώτο σκίρτημα, η αμαρτία η πρώτη. Είναι η πόλη που σε γυάλισε και έπειτα σε ράγισε. Αυτή που σου δωσε και το μαστό της.

«Μονάχα εδώ έχεις τη βεβαιότητα ότι οι άνθρωποι σε νοιάζονται και σε πονάνε. Ανάμεσα σε τούτον τον μικρόκοσμο νιώθεις στ΄αλήθεια να σε περιβάλλει ένα αίσθημα οικειότητας, ένα κέλυφος, θαρρείς, που μέσα του ζεστάθηκε μια σχέση κομμένη και ραμμένη στα δικά σου χούγια»

Κι όμως....


«- Γιατί λοιπόν δεν φεύγεις; Αφού πνίγεσαι! Τα τραίνα δίπλα σου, σου δίνουν τη διέξοδο σε μια φυγή. Γιατί δε φεύγεις το λοιπόν;

-Μ΄αρέσει η μυρωδιά της. Να γιατί. Κι άλλωστε όπου κι αν πήγαινα, αναζητούσα κάτι από την πόλη αυτή.  Και ξαναγύριζα.

Υπάρχουν πολιτείες ωραιότερες- και μάλιστα πολλές με απελευθερώνουν-, μα πάντα θέλω να ξαναγυρνάω εδώ. Γιατί η γενέθλια πόλη, (άθλια ή όχι), είναι η ζωή του καθενός μας».

Όπως ο ερωτευμένος περνάει μέσα από το τούνελ της αμφισβήτησης, για να καταλήξει στο ξέφωτο της αποδοχής της ιδιαιτερότητας που καθιστά το πάθος του αδιαπραγμάτευτο, έτσι και ο Λογαράς, περιδιαβαίνει την πόλη, βρίσκει όλα της τα ψεγάδια, λέει στον εαυτό του «τα΄δες;» και έπειτα πάει στο σπίτι του και τη ...νοσταλγεί.

Για αυτό και το «Σάββατα δίχως μύθο» γραμμένο στην αμέσως αναγνωρίσιμη γλώσσα ενός συγγραφέα που δεν φοβάται τις λέξεις, ούτε τις φοβίζει, που δεν τις χαϊδεύει μα τις κάνει να σε χαιδεύουνε ακόμη και όταν σε τρυπάνε, καταφέρνει κάτι κατά τη γνώμη μου μοναδικό. Καταλήγει σε ένα ιδεώδες ποιητικό ψυχογράφημα του Πατρινού, μπαίνει με απίστευτη ευκολία μέσα σου και σου δείχνει τον καθρέφτη.

«Και το βαθύ της ρήγμα, δεν είναι αυτό που βλέπει οι καθένας- δυό δηλαδή επίπεδα και δυό αλιώτικες αρχιτεκτονικές. Ίσα ίσα. Ακόμα πιο βαθύ υποψιάζομαι ένα χάσμα ανάμεσα σε δύο νοοτροπίες, άσχετες μεταξύ τους και αγεφύρωτες, σε δύο κόσμους διαφορετικούς με δικό του ο καθένας χρονικό ρυθμό και ρίζα που ζουν μαζί στην ίδια πόλη και που για αυτό στο βάθος της θα παραμείνει διφυής και διχασμένη. Όχι μονάχα αυτή μα και οι άνθρωποι, μια και ο χώρος, διαμορφώνει πάντα την ψυχή μας: ο χώρος- θέαμα, ο δομημένος άναρχα και αυτόματα, που μέσα του ανασυντίθεται κάθε στιγμή καθώς, αλλάζοντας συνέχεια τα οπτικά και ψυχικά πεδία σου, ακολουθείς τους πολυποίκιλτους κυματισμούς του εδάφους. Και διεγείροντας αδιάκοπα τις πέντε αισθήσεις σου, εξοικειώνεσαι σιγά- σιγά με τις εκπλήξεις της ζωής, τις αλλαγές και τα παιχνίδια της. Η φωτεινή πλευρά του χαρακτήρα μας, η ταυτισμένη με  μια αυθόρμητη διαθεσιμότητα, έχει τη ρίζα της εδώ».

Τολμώ να πώ ότι τα «Σάββατα δίχως μύθο» του Κώστα Λογαρά είναι κάτι σαν ψυχική πατριδογνωσία, σαν μια ενδοσκόπιση που καταλήγει σε κάθαρση. Μπορεί  να μην την αποδεχθείς, μα θα την αγαπήσεις την πόλη. Θα μάθεις να την αγαπάς μέσα από τις σκέψεις που έκανες για αυτή. Τις σκέψεις που ο Λογαράς έκανε λόγο.

Για αυτό και πρέπει να βρίσκεται στη βιβλιοθήκη όλων των Πατρινών.

Ιδίως στην δεύτερη έκδοσή της από τις εκδόσεις «Το δόντι» με τα σκίτσα γνωστών εικαστικών οι οποίοι συνδιαλέγονται με το κείμενο και το πάνε ακόμη παραπέρα, το κάνουν να μοιάζει με τρίγωνο πανάκι καραβιού που αρμενίζει στον Πατραϊκό,  «κι αρκεί να σηκωθεί ένα μόνο αεράκι για να το σπρώξει ως τη θάλασσα και εκείνο να ανοιχτεί σαλπάροντας», όπως η Άνω Πόλη.

Ένα καράβι, που ταυτόχρονα σε πάει πέρα από την πόλη την υπάρχουσα, με τους χαραγμένους κάθετα δρόμους, που «για να την αγαπήσεις, πρέπει πρώτα να την αρνηθείς», σε πόλεις γενέθλιες άλλες, στη μέσα σου πατρίδα, τη σκοτεινή, που αναβαπτίζεται αφού ξεγυμνωθεί, λάμπει αφού χάσει το φως της.

Ευχαριστώ τον Κώστα Λογαρά για την δυνατότητα που μου έδωσε να συνειδητοποιήσω την ένωση με  ομφάλιο λώρο που τον θαρρούσα κομμένο. 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ