Ο θρυλικός Χριστόδουλος, ξαναζεί ημέρες δόξας στην «Πλατεία»: Ένα ουζερί, μια ιστορία

Σαν να μην πέρασε μια μέρα…

Στην πάνω δεξιά πλευρά της πλατείας Γεωργίου, εκεί όπου ο δρόμος κάνει τις καμπύλες του, δίνοντας τόπο στις παρέες, υπάρχει εδώ και δεκαετίες, ένα μαγαζί από αυτά που επάξια και όχι εν είδει διαφημιστικής χάρης, έχει κατακτήσει το ρόλο του ως «στέκι», μεγαλώνοντας γενιές και γενιές Πατρινών με τον τρόπο που σε μεγαλώνει η ανάπαυση και η δημιουργική,  δια του- συνήθως εύθυμου- διαλόγου, σχόλη.

Και επειδή ένα μαγαζί δεν υπάρχει περίπτωση να «πιάσει» αν δεν έχει τον «ίσκιο» του και την «ψυχή» του,  η αναφορά επιβάλλεται να ξεκινήσει από τον άνθρωπο που έδωσε στο μαγαζί της πλατείας το μικρό του  όνομα, όχι γράφοντάς το στην ταμπέλα, αλλά  ερήμην του, όπως είθισται να συμβαίνει με όσους έχουν το μεγάλο ταλέντο της επικοινωνίας και σε κάνουν να αισθάνεσαι φίλος, από το πρώτο «γειά σου».

Ήταν ο Χριστόδουλος Σταθάτος αυτός που έκανε την πλατεία να «κελαηδάει» από χαρούμενες παρέες, που απολάμβαναν τη δεκαετία του ΄60 του ΄70 και του ΄80 τα ούζα τους συνοδεία μεζέ λαχανικών, παρά το γεγονός ότι το ουζερί το είχε μαζί με τον αδελφό του, τον Αντώνη, και  η ταμπελα ανέγραφε Η.Χ. Σταθάτος παραπέμποντας στον ποτοποιό πρόγονο.

Ο Χριστόδουλος ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος και ταυτόχρονα ένα πολύ ωραίο πειραχτήρι, που έβαζε αλατοπίπερο στην κουβέντα με τους φοιτητές οι οποίοι τα δεκαετία του ’70 τον είχαν «καρφιτσώσει» στο ημερήσιο πρόγραμμά τους και περνούσαν «αποθεωτικές μεσημεριανές» μετρώντας δεκάδες άδεια ποτήρια, μετά από ομηρικές ουζοποσίες.

Το «πάμε στου Χριστόδουλου» ήταν το ραντεβού για νεολαίους της μεταδικτατορικής ριζοσπαστικής νεολαίας, για πολιτικούς και δημοτικούς παράγοντες, για περαστικούς που σίγουρα θα έβρισκαν εκεί παρέα, για ωραίους «τύπους» της πόλης και πασίγνωστους πότες.

(Στα δεξιά, ο Χριστόδουλος Σταθάτος)

Ο Χριστόδουλος ήταν επί της υποδοχής, ήξερε όλα τα χούγια της πελατείας, τις προτιμήσεις τους, σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα και τα προβλήματά τους και τις προσωπικές τους αγωνίες.

Ο Αντώνης, πολύ πιο μαζεμένος, ήταν επί της παρασκευής των μεζέδων, οι οποίοι ήταν αποκλειστικά βραστά και ωμά λαχανικά, όπως ρεβύθια, ντομάτα, κουνουπίδι, μπρόκολο, πιπεριές και πεπόνι με αλάτι.

Το μαγαζί ήταν μικρό, χωρούσε περίπου πέντε  τραπέζια μέσα, ωστόσο το μεγάλο του ατού ήταν τα τραπεζάκια έξω, που κάθε άνοιξη και καλοκαίρι έκαναν την κεντρικότερη πλατεία της πόλης να μοιάζει με μια φιλόξενη αυλή το πάνω μέρος της.

Ο Χριστόδουλος έφυγε από τη ζωή.

Στη συνέχεια, το μαγαζί πέρασε σε άλλα χέρια , χωρίς ποτέ να μπορέσει να αλλάξει ως προορισμός την φράση «πάμε στου Χριστόδουλου», αν και η πελατεία έβαινε φθίνουσα και το στέκι είχε χάσει την αίγλη του.

Αυτή η ωραία γωνιά, ξαναζεί  τις παλιές της δόξες, με νέο ιδιοκτήτη, και έναν άλλο επικοινωνιακό τύπο επί της υποδοχής, τον Τζίμη Πολίτη να παίρνει τη σκυτάλη που άφησε κάτω ο Χριστόδουλος Σταθάτος και να απογειώνει με τη σειρά του το κέφι στις παρέες που συρρέουν στην «Πλατεία», ζωντανεύοντας ένα μαγαζί ταυτισμένο με ωραίες αναμνήσεις.

«Ψυχή» αυτού του ουζερί νέου τύπου, όπου δεν βρίσκεις πια μόνο τα λαχανικά του Σταθάτου, αλλά απίθανα μικρά και μεγάλα πιάτα που σε βάζουν σε πειρασμό, είναι η φιλόξενη  Νικόλ Βασιλακοπούλου, που κρατάει το τιμόνι του καταστήματος ενώ ταυτόχρονα ετοιμάζει υπέροχα πιάτα φτιαγμένα με την φανστασία των συνταγών της που είναι σωστή...κόλαση. Οι εποχές άλλαξαν, το ίδιο και τα ουζερί.

Στο νέο αυτό meeting point της πόλης που ενώνει το χθες με το σήμερα, συναντιούνται ξανά, όπως τότε, πολιτικοί, φορείς, φοιτητές, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, γνωστές παρέες και αγαπημένες συντροφιές, για να ανταλλάξουν πειράγματα, νέα, να σχολιάσουν ειδήσεις, να επιδοθούν σε κους κους και να απολαύσουν όχι μόνο ούζο, αλλά και τσίπουρο και μπύρες και φυσικά το υπέροχο κρασί παραγωγής του καταστήματος.

Οι μεσημεριανές επανήλθαν στην πλατεία τους και οι περαστικοί είναι σίγουρο ότι θα βρούν παρέα αν κοιτάξουν λίγο καλύτερα στα τραπέζια.

Πού και πού κανένας παλιός πελάτης θυμάται τον Χριστόδουλο που έχει φύγει από τη ζωή αλλά για όσους τον έζησαν είναι σαν να είναι ακόμη εκεί και να κερνάει ούζο, ρεβύθι, και ζεστιασιά.

Σαν να μην πέρασε μια μέρα…

(Με πληροφορίες από το λεύκωμα «Ιστορίες Εστίασης στην Πάτρα  του 20ου αιώνα που θα παρουσιαστεί στα μέσα Μαίου)

 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ