Νοικοκυριά σε απόγνωση… με σπίτι, αυτοκίνητο, αλλά χωρίς λεφτά!

Τι δείχνουν τα στοιχεία του ΣΕΒ

Αν και, σε σχετικά μεγάλο βαθμό, τα ελληνικά νοικοκυριά ζουν σε δικό τους σπίτι και έχουν αυτοκίνητο (και αρκετοί εξοχικό), οι τραπεζικές καταθέσεις τους είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλές, και συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του.

Παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της τακτικής έρευνας της ΕΚΤ για τη χρηματοδότηση και την κατανάλωση των νοικοκυριών, επισημαίνει ότι η πολιτική ανακατονομής των εισοδημάτων το μόνο που κάνει είναι να διαιωνίζει τη φτώχεια.

Ειδικότερα, στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Νοικοκυριά σε απόγνωση… με σπίτι και αυτοκίνητο, αλλά χωρίς λεφτά», ο ΣΕΒ αναφέρει ότι μετά από μία δεκαετία ευημερίας με δανεικά, τα ελληνικά νοικοκυριά, από το 2009 και μετά, έχουν υποστεί μία από τις μεγαλύτερες, σε καιρό ειρήνης, απομειώσεις του βιοτικού τους επιπέδου, του εισοδήματος και της περιουσίας τους.

Στα ασθενέστερα, ιδίως, οικονομικά στρώματα, προσθέτει «η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός προβάλλουν ως παγιωμένες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με την ταχεία επιστροφή συνθηκών υγιούς ανάκαμψης της ιδιωτικής οικονομίας».

Για τη μεγάλη μάζα των νοικοκυριών, πάντως, οι προκλήσεις από την χειροτέρευση των κοινωνικοοικονομικών τους χαρακτηριστικών αντιμετωπίζονται χωρίς να προκαλούνται συστημικές ασυνέχειες, όπως προκύπτει από την Έρευνα Χρηματοδότησης και Κατανάλωσης Νοικοκυριών, που διενεργεί περιοδικά, για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, επισημαίνει ο ΣΕΒ.

Αν και, σε σχετικά μεγάλο βαθμό, τα ελληνικά νοικοκυριά ζουν σε δικό τους σπίτι και έχουν αυτοκίνητο (και αρκετοί εξοχικό), οι τραπεζικές καταθέσεις τους είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλές, και συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, σημειώνει ο Σύνδεσμος.

Οι οικογένειές τους, συνεχίζει, περιλαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό συνταξιούχους και μη εργαζόμενα μέλη απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν μπορούν να αποταμιεύσουν σε σταθερή βάση, αλλά ούτε ζητούν πλέον οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς, ενώ μερικοί χρωστούν περισσότερα από όσο αξίζει η περιουσία τους (και όχι μόνο στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα), κ.ο.κ..

Η οικογένεια, αν και εξασθενημένη, δρα ακόμη ως δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ. Οι αντοχές, βεβαίως, εξαντλούνται και οι νέοι, κυρίως, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο εργασιακό περιβάλλον που τους εμποδίζουν να φτιάξουν την ζωή τους, συμπληρώνει.

Σε κάθε περίπτωση, «τα προβλήματα δεν λύνονται μόνο με την ανακατανομή εισοδημάτων από τους περισσότερο στους λιγότερο ικανούς ή τυχερούς στην παραγωγική διαδικασία. Το μόνο που κάνει η πολιτική αυτή είναι να διαιωνίζει την φτώχεια και την ανημπόρια, με την υπερφορολόγηση των πιο παραγωγικών στρωμάτων να στερεί από τους ανθρώπους που υποφέρουν, τις δουλειές που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν».

Επιπλέον, «η διατήρηση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι αντιπαραγωγική καθώς εμποδίζει τα ελληνικά νοικοκυριά να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους κατά το δοκούν, εξασθενώντας την ροπή προς αποταμίευση καθώς οι επιλογές εναλλακτικών τοποθετήσεων, μετά την κατάρρευση και της οικοδομής, είναι περιορισμένες. Αλλά ούτε και οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες.»

» Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μιας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν την επιβολή τους» επισημαίνει ο ΣΕΒ.

Η ακτινογραφία του ελληνικού νοικοκυριού στην κρίση

Μέσα σε μία πενταετία, από το 2009 μέχρι το 2014, έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των νοικοκυριών με 1-2 άτομα και έχει συρρικνωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με 3-4 άτομα, χωρίς, όμως, να έχουμε ακόμη προσεγγίσει τους μέσους όρους στην Ευρωζώνη, όπου η τάση να ζει κανείς μόνος του ή σε ζευγάρι είναι πολύ μεγαλύτερη.

Το 72% των ελληνικών νοικοκυριών διαθέτουν ιδιόκτητο σπίτι (και από αυτούς το 16% έχει στεγαστικό δάνειο), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωζώνη είναι 61,2% και 32%, με αυτούς που νοικιάζουν στην Ελλάδα να είναι αναλογικά λιγότεροι.

Όσον αφορά στην ηλικία του οικογενειάρχη, αν και το 2014 δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης, αξίζει να αναφερθεί ότι το 2009 και μετά έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχη ηλικίας 45-54 ετών, πιθανόν λόγω επανένταξης στο νοικοκυριό ανέργων παιδιών, ενώ έχει μειωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχες σε νεότερες ηλικίες.

Επίσης, έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών όπου η ηλικία του οικογενειάρχη είναι άνω των 65 ετών και, ιδίως, άνω των 75 ετών, αποτέλεσμα ίσως της ομαδικής συμβίωσης μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων ή της φροντίδας παιδιών από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους λόγω της ανεργίας και της οικονομικής δυσπραγίας των γονέων τους.

Η εικόνα αυτή είναι συμβατή με στοιχεία με την εργασιακή κατάσταση του Έλληνα οικογενειάρχη, όπου έχουν αυξηθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες συνταξιούχους ή μη εργαζόμενους, και έχουν αντίστοιχα συρρικνωθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους.

Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα νοικοκυριά με οικογενειάρχη αυτοαπασχολούμενο μειώθηκαν συγκριτικά περισσότερo από εκείνα που ο οικογενειάρχης είναι μισθωτός, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης έπληξαν σε μεγαλύτερο βαθμό τους αυτοαπασχολούμενους.

Με τί χρέη βρήκε η κρίση τα νοικοκυριά

Στην δεκαετία πριν από την κρίση, σημειώνεται στο δελτίο του ΣΕΒ, το χρέος των νοικοκυριών εκτοξεύθηκε στα ύψη καθώς απελευθερώθηκε πλήρως η στεγαστική και η καταναλωτική πίστη. Η διαθέσιμη ρευστότητα με σχετικώς χαμηλά τραπεζικά επιτόκια, σε ένα περιβάλλον αύξησης της απασχόλησης και των εισοδημάτων, λόγω και της διόγκωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που χρηματοδοτούνταν από εξωτερικό δανεισμό, έδωσε την ευκαιρία για πρώτη φορά σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού να αποκτήσουν σπίτι και αυτοκίνητο, και να επεκτείνουν την καταναλωτική τους δαπάνη με την βοήθεια πιστωτικών καρτών και άλλων τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες.

Το 2014, το 72,1% των νοικοκυριών είχε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, με το 35,7% των νοικοκυριών να έχει και πρόσθετα ακίνητα στην κατοχή του, το 70,6% των νοικοκυριών έχει αυτοκίνητο και ένα 15,7% των νοικοκυριών έχει κάποια ατομική επιχείρηση (από 9.8% των νοικοκυριών το 2009 πριν την κρίση), καθώς αυξήθηκε η λεγόμενη επιχειρηματικότητα ανάγκης».

Το 73,9% των νοικοκυριών διέθετε καταθέσεις σε τράπεζες, διάμεσης αξίας €2 χιλ., και ένα πολύ μικρό μονοψήφιο ποσοστό νοικοκυριών διέθετε και άλλα χρηματοοικονομικά επενδυτικά προϊόντα, όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κτλ.

Σε σχέση με τα προ κρίσης (2009) επίπεδα, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν έχουν αλλάξει ουσιωδώς, πέραν της μείωσης των περιουσιακών αξιών και των εισοδημάτων που έφερε η μεγάλη ύφεση.

Και στην κρίση τα χρέη… βάφτηκαν κόκκινα

Με την είσοδο της χώρας στην κρίση, όχι μόνον ανακόπτεται η επέκταση στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά επέρχεται σταδιακά και αδυναμία εξυπηρέτησης τους, καθώς τα εισοδήματα μειώνονται και η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη.

Έκτοτε, οι χρηματοδοτικές ροές (εκταμιεύσεις μείον αποπληρωμές δανείων) εξακολουθούν να είναι αρνητικές, καθώς τα νέα δάνεια (στεγαστικά και καταναλωτικά) που χορηγούνται υπεραντισταθμίζονται από την συνεχιζόμενη αποπληρωμή των παλαιών δανείων.

Τον Ιούνιο 2016, τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε €67,2 δισ. και €27,6 δισ. αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% των καταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα.

Ποσοστό 40% των στεγαστικών και 65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσεις έχουν καταγγελθεί.

Σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις, ποσοστό 30% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων δεν εξυπηρετείται από πιστούχους που αν και έχουν την οικονομική δυνατότητα, επιλέγουν να μην πληρώνουν («στρατηγικοί κακοπληρωτές»).

Μέχρι το 2009, το 36,6% των νοικοκυριών είχε συσσωρεύσει ιδιωτικά χρέη, με το 17,5% να έχει λάβει στεγαστικό δάνειο και το 26,1% να έχει δανεισθεί μέσω καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών.

Σε κάθε περίπτωση, το διάμεσο ελληνικό νοικοκυριό (50% των νοικοκυριών βρίσκεται άνω και κάτω του διάμεσου) είχε συσσωρεύσει χρέος € 15,1 χιλ. Όσοι είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο, είχαν χρεωθεί με €43,7 χιλ. και όσοι είχαν καταναλωτικά δάνεια με €4,6 χιλ.

Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά το ποσοστό των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος σε 27,1%, (42,4% στην Ευρωζώνη), με ανάλογη μείωση και του υπολοίπου του δανείου, καθώς νέες εκταμιεύσεις δανείων, είτε στεγαστικών είτε καταναλωτικών, περιορίσθηκαν σημαντικά ή και εκμηδενίστηκαν.

Το μεσο χρέος του ελληνικού νοικοκυριού το 2014 ανερχόταν σε €12,1 χιλ. ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο νοικοκυριό επιβαρύνεται με χρέος €28,2 χιλ.

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατανομή των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος κατά κατηγορία εισοδηματικού κλιμακίου αποκαλύπτει ότι το πιο φτωχό εισοδηματικά κατώτατο 20% των νοικοκυριών έχει μεγαλύτερο χρέος από το αντίστοιχο νοικοκυριό στην Ευρωζώνη, με το ανώτατο 20% να έχει χρέος 50% ανώτερο από το διάμεσο χρέος, ενώ στην Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 300%.

Στην Ελλάδα, το χρέος αντιπροσωπεύει το 17,4% των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών (25,7% στην Ευρωζώνη), το 53,3% του διαθέσιμου εισοδήματος (71,8% στην Ευρωζώνη) και η εξυπηρέτηση του απορροφά το 16,8% του διαθέσιμου εισοδήματος (13,5% στην Ευρωζώνη).

Μεγάλη διαφορά, παρατηρείται στον δείκτη ρευστότητας ως ποσοστού του διαθεσίμου εισοδήματος, που στην Ελλάδα είναι μόλις 2,8% (4,9% το 2009), όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 16,7%.

Τα στοιχεία αυτά, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ, καταδεικνύουν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά κατά κανόνα δεν είναι υπερχρεωμένα, αν και συναντούν μεγαλύτερη δυσκολία στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, και η ρευστότητα τους είναι πολύ πιο συμπιεσμένη, σε σχέση με τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη.

Σημειώνεται, επίσης, ότι ο λόγος χρέους προς διαθέσιμο εισόδημα που είναι 53,3% στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερος της Ιρλανδίας (102,1%), της Ισπανίας (141,8%), της Πορτογαλίας (198,5%), της Ολλανδίας (177,1%) και της Κύπρου (251%).

Σε όλες αυτές τις χώρες, πάντως, ο λόγος εξυπηρέτησης του χρέους προς εισόδημα δεν διαφέρει δραματικά από εκείνον των ελληνικών νοικοκυριών, με την εξαίρεση της Κύπρου όπου είναι υπερδιπλάσιος και ανέρχεται σε 35,7%.

Στα ενδιαφέροντα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ είναι και τα εξής:

Το 3,2% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι 5,2% στην Ευρωζώνη ως σύνολο, έχουν καθαρή αρνητική θέση περιουσίας, δηλαδή τα χρέη τους είναι μεγαλύτερα της περιουσίας τους. Παρατηρείται ότι σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια, ακόμη και στα ανώτατα, υπάρχουν νοικοκυριά που έχουν αρνητική καθαρή θέση περιουσίας, η οποία κορυφώνεται σε περιπτώσεις που ο οικογενειάρχης είναι ιδιοκτήτης σπιτιού και εξυπηρετεί στεγαστικό δάνειο, είναι σχετικά νεότερος σε ηλικία και έχει μεγαλύτερη οικογένεια.

Το 2014 μόνο το 13,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι του 45,1% στην Ευρωζώνη, έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε τακτική βάση. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη.Αντιστοίχως, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι μπορούν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς είναι 36,4% στην Ελλάδα, έναντι 52,3% στην Ευρωζώνη, που είναι το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στις χώρες της Ευρωζώνης.

Πηγή: in.gr

Διαβάστε επίσης