Το tempo24.gr, θυμάται τον αγαπημένο πωλητή "τσίτσιρι" και χλωρής αγκινάρας, Βασίλη Τζώρτζη

"Θυμάμαι και τον παππού μου και άλλους που φώναζαν «τσίτσιρι πίτσιτσιρι» και μου έκανε πολύ εντύπωση" λέει η Ρούλα Σκαναβή

Μια φιγούρα από το λεύκωμα με τις ασπρόμαυρες  στιγμές της αθωότητας της πόλης... Από την εποχή που όλα έδειχναν και ήταν αλλιώς, βγαλμένα από έναν κόσμο που πλέον φαντάζει παραμύθι ειρηνικά αραγμένο στη βιβλιοθήκη μιας Πάτρας που σε τίποτε δεν θυμίζει τη σημερινή ακαταστασία στις σχέσεις των ανθρώπων και τις ισορροπίες των κτιρίων, των δρόμων και του τοπίου που διαταρεγμένες ούσες και αδυνατώντας να προσφέρουν τη γαλήνη μιας ανάμνησης, μας κάνουν όλο και πιο πολύ να ξεφυλλίζουμε το άλμπουμ του αιώνα που έφυγε ανεπιστρεπτί, παίρνοντας μαζί του πρόσωπα και καταστάσεις.

Ο ωραίος παππούς στη φωτογραφία, ονομαζόταν Βασίλης Τζώρτζης και είναι πολλοί οι Πατρινοί που κάτι θα θυμηθούν βλέποντάς τον να ποζάρει με το καπέλο του μπροστά από τις καλλιέργειές του, σε ένα θερινό καρέ του χθες.

Ο κυρ Βασίλης, που κάτι θυμίζει στους περισσότερους από τους Πατρινούς που πρόλαβαν τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70, ήταν ένας από τους πιο αγαπημένους μικροπωλητές που πούλαγαν  τσίτσιρι, σύκα και αγκινάρες με αλάτι στις κεντρικές πλατείες και τις γειτονιές της πόλης.

Την φωτογραφία την αλιεύσαμε από την εγγονή του Ρούλα Σκαναβή, η οποία θυμάται με νοσταλγία τον παππού Βασίλη να διαλαλεί τον λατρεμένο καλοκαιρινό  «μεζέ» των πιτσιρικάδων, το αξεπέραστο τσίτσιρι, μια χούφτα δηλαδή από χλωρά ρεβύθια μέσα στο τρυφερό τους κέλυφος, επάνω στο καταπράσινο κλαράκι τους.

«Ο παππούς μου είχε κάτι κτηματάκια και ό,τι μάζευε από σταφύλια, σύκα, αχλάδια τα φόρτωνε σε δυό μεγάλα κοφίνια πάνω στο γαϊδούρι και τα πούλαγε» μου λέει η Ρούλα Σκαναβή. «Αυτό που θυμάμαι πολύ σαν παιδί γιατί άρεσε σε όλα τα παιδιά πολύ αυτός ο μεζές,  ήταν που έσπερνε  ρεβίθια, τα λεγόμενα τσίτσιρι και μετά τα πούλαγε σε καλαθάκι, φορώντας την καθαρή άσπρη μπλούζα του, στους δρόμους και τις πλατείες.  Θυμάμαι και τον παππού μου και άλλους που φώναζαν «τσίτσιρι πίτσιτσιρι» και μου έκανε πολύ εντύπωση. Εννοείται ότι αξέχαστες μου έχουν μείνει  και οι αγκινάρεες με τα αγκάθια που τις έδιναν και τις τρώγανε χλωρές με χοντρό αλάτι».

Ο Βασίλης Τζώρτζης ήταν λεβεντάνθρωπος, ψηλός και καμαρωτός.  Τα  κτήματα τα είχε προς το ραντάρ και έμενε στην Αρόη, ενώ έκανε τη δουλειά του πωλητή χλωρών καρπών και του πωλητή φρούτων μέχρι και τη δεκαετία του ’70.

Αγαπημένες πλατείες για τους πωλητές χλωρών καρπών ήταν τα Ψηλά Αλώνια, η πλατεία Μαρούδα, η Ομόνοια, αλλά και η Αγίου Νικολάου χαμηλά στο ύψος της Κορίνθου και της Μαιζώνος, εκεί δηλαδή που συναθροίζονταν πελάτες καταστημάτων.

Τα τσίτσιρι, τα χλωρά μύγδαλα και οι αγκινάρες ήταν άλλωστε καλός μεζές και για το ούζο.

Κάποτε μάλιστα οι επισκέπτες της Πάτρας βλέποντας τους Πατρινούς να τρώνε τις αγκινάρες έλεγαν χαριτολογώντας ότι κάθε Μάη οι Πατρινοί τρώνε τα νύχια τους.

Γιώτα Κοντογεωργοπούλου